Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1481-1500 of 6798
Κοντά στο Κ'λλούρ' του Μπούγια, στη στροφή που έπρεπε τ' αυτοκίνητο και σκοτώθ'καν 29 άνθρωποι, πέρναγε ύστερ' από λίγες μέρες ένας χωριανός μας με μ'λάρ' τ'. Λοιπόν μόλις πήγι στη στροφή, το μ'λάρ' σταμάτ'σε, δεν έκανε μπροστά. Αγωνίστ'κε μισή ώρα ο χωριανός μας και δεν μπόρεσε να το περάσ' και αναγκάστ΄κε ν' αλλάξη δρόμο. Σαν πήγε στη Χαροκόπ' απάντ'σε έν γέρο, το Νικόλα Κύρκο, και του διηγηθ΄κε...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
“Νύχτα, άφωνη ώρα”
Άγνωστος συλλογέας
(
1937
)
Στον Αφορεσμό απάντησε ο Γεωργάκης ο Καλαμούτσος νια νυχτιά νια γυναίκα με βαρέλι και κανάτι και της εγύρεψε να ντου δώκη να πιή. Του έδωκε και ήπιε και έδεκει τον λάβωσε. Ήρθε πίσω σπίτι του και αρρώστησε και την άλλην μέρα πέθανε. [Αφορεσμός= Θέσις ανατολικά των Βουρβούρων, ην λέγεται ότι κάποτε αφώρισε αρχιεπίσκοπος].
Μαντζουράνης, Εμμ.
(
1914
)
Προφύλαξη από ξωτικά
Εκτός τα μέτρα που αναφέρονται σε άλλα κεφάλαια (Εγκυμοσύνη, Γέννα κ.τ.λ. σελ. 23 και 26), για προφύλαξη από τα ξωτικά χρησιμοποιούσαν κι άλλους τρόπους: - Απόφευγαν γενικά να περνούν τη νύχτα από ρεματιές. – Παίρναν μαζύ τους φανάρι. – Σφύραγαν ή τραγουδούσαν στο δρόμο. – Άμα καταλάβαιναν πως κοντεύει να τους κυριέψει ο φόβος κ’ η αυθυποβολή κόντευε να σημειώσει την εμφάνιση των ξωτικών, άρχιζαν...
Άκογλους, Ξενοφών Κ.
(
1939
)
Φάντασμα λέγεται εις την σημασίαν του φάσματος και φαντάσματα λέγονται τα κακά πνεύματα.
Ιωαννίδης, Σωτήρης Ν.
Βιστιρά, Βιστιρές= φαντάσματα, αερικά.
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α.
(
1914
)
Σεισοί= οι ανδρειωμένοι (Πόθεν)
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α.
(
1914
)
Φαντάζομαι= βλέπω φαντάσματα, φαντασιοσκοπώ τι φαντάχτηκε τ' άλογο”, φάντασμα (το)= όραμα κατά φαντασίαν, σκιά, βρυκόλακας, φαντασμένος= φαντασιοκόπος, μωρός υπερήφανος.
Δένδιας, Μιχαήλ
(
1915
)
Φαντάσματα
Στου Παχύ τον Πύργον μέσα το μερημέριν βγκαίννουν κάτι μικρά παιδάκια τσιτσίδια και γυρίζζουγ γύρου γύρου στα δόντια του πύργου κι όποιος το δη στραβώννεται. [Πύργον= τοπωνυμία, τσιτσίδια= γυμνά, δόντια του πύργου= επάλξεις]..
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Φαντάσματα
Μέσ' στου Πηγεινού βγαίννει μια προβατίνα άσπρη με τα κέρατα και γυρίζζει από πίσ' αφ' τους αθρώπους κι ίσια με κει που θα κάμης το Σταυρό σου δέφ – φεύγει.[Πηγεινού= τοποθεσία παρά το Χαλκιός]. Εις έναν περιβόλι βγαίννει ένας γέρος με σαρίκιν και μιάγ – γεννειάδαν στομ – μακρυάν αφ' το μπόϊν του. Βαστά και τσιμπούκιν και λέν πως εν ο Αλή πασιάς. Όποιος τοδ – δη στραβώννεται.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Της μάννας μου ο γαμπρός, έχομε ένα πηγάδι κοντά μας στη γειτονιά, που το λέμε το πηγάδι του Κοντομηνά – αυτό που σου λέω τώρα είναι και 35 χρόνια – λοιπόν ήταν μεθυσμένος και έπρεπε να περάση απ’ αυτό το πηγάδι να πη στο σπίτι του και βλέπει ένα ντουβάρι από την πόρτα του πηγαδιού – ήταν πηγάδι χτιστό σαν καμάρα – ίσαμε το άλλο καντούνι. Κοιτάζει το ντουβάρι πάει από δω ντουβάρι, πάει από κει, ντουβάρι,...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Φαντάσματα
Στα Διχαλορέματα (Αράχοβα – Ευρυτανίας) ακούς λιθάρια που ξεκόβουν και πέφτουν κάτω. Εκεί είναι φαντάσματα.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Φαντάσματα
Στην Κόκκαλι εσφάξαν οι Τούρκοι Χριστιανούς εις την Καταστροφήν και λεν ότι πως οι αθρώποι που στέννουν αξόβεργα βλέπουν την αυγήν έναν πασάν με την φαμέλιαν του και βαστά θυμιατόν και θυμιόζζει.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Στην Πάχαινα. αγροτική τοποθεσία κοντά στη θάλασσα, κοντά στη Φλακωπή, δυτικά τση Φλακωπής. Στην Πάχαινα λένε οι παλιοί πως βλέπανε τη νύχτα αθρώπους μπροστά ντως που των λέγανε: - Είdα θέλουνε; Όσοι τους είδανε καταστραφήκανε. Στην πάχαινα ένας βοσκός που τον ελέγανε Κούρτη καθώς ‘κοιμότανε στο σπιτάκι του μέσα ένιωθε ένα να τόνε σαρακώνη (=στριμώχνη). Εξύπνησε και είδε αυτός το φάντασμα να πιάνη...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Η αδελφή μου ήταν νιοπαντρεμένη άργησε μια βουλά ο άντρας της να πάη το βράδυ στο σπίτι απ' το μαγαζί. Τον Μάη ήταν. Κατέβκε στον απόπατο. Εκείν που γύριζε βλέπει να κάθεται στην ασκάλα μια γυναίκα, νεράϊδα, ένα φάντασμα. Στεκόταν και την ετήρα και γέλαγε. Την ετήραζε η νεράϊδα κι έκανε μπα, μπα, μπα τρεις φουρές. Σωριάστηκ' η γυναίκα. Αρκουδώντα κόλλησε στη σκάλα και πήγι μέσα και βροντάει. Δεν μπόραγε...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Στα Βερέμκα φαdάζ- Βγαίν' ένας Αράπς, κλώσσα με πουλιά. Μια φορά ο παπούς μ' περνούσε από κει τη νύχτα και είδε ένα μαύρο σκύλο να πηδάη απ' το ένα dουβάρ στο άλλο και πήρε μια πέτρα και τον πετροβόλ'σε. Τη νύχτα, όταν πήγε να κοιμηθή, πήγε το φάdαγμα και χτυπούσε όλη νύχτα τη bόρτα και δεν τον άφσε να κοιμθή. Αυτός είχεν ένα γάδαρο κι όσο ήdαν ο γάδαρος καλός και αgάρζε, το φάdαγμα δε dο gαταπονούσε....
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Ο νοσκιός
Πολλές φορές φεύγουνε οι κλέφτες θωρώντας εδώ τον καπετάνιο μιας μάντρας και πάνε να κλέψουνε. Εκεί όμως, ανάμεσα στο κοπάδι, βλέπουνε τον ίδιο τον καπετάνιο της μάντρας που αφήσανε στο χωριό. Δεν είναι όμως παρά μια ψευταπάτη. Αυτό που βλέπουν εκεί το εξηγούνε μετά, όταν πληροφορεθούνε πως όλη τη νύχτα έμεινε στο χωριό ο βοσκός, πως ήτανε ο νόσκιός του (η σκιά του). Ή αλλοιώς τον λένε, ο φύλακάς...
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1928
)
«Τ’ Αγούστου τα μεσάνυχτα του Μα το μεσημέρι» δηλώνει πως κατά τα μεσάνυχτα του Αυγούστου και το μεσημέρι του Μαΐου τα κακά πράματα, τα φαντάσματα. Ωρισμένοι αθρώποι την ώρα αυτή κάτι βλέπουνε: Αυτοί οι άνθρωποι λέγονται αλαφρόστιχοι. Άρρωστα παιδιά μπορεί να τα τάξη η μάννα στημ Παναγιά του Κάστρου, τους βάζουν μαύρα ρούχα από την πρώτη του Αυγούστου ως τις 15 της Παναγίας. Την παραμονή το βράδυ...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Φαντάσματα
Στις Τρύπες έχει μιαμ – μεγάλη σπηλλιάν κ' έχει σε πολλές μεριές τρύπες κι απ' εκεί μέσα βγαίννει μεσ' Αραπίνα μ' ένα πανέριν εις το κεφάλιν και φωνάζζει “παστέλλιν” κι 'αμα τ'ξδε δε άθρωπος βουβαίνεται. [Τρύπες= Τοπωνυμία]
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Μια βολά πάγαινε ο γέρος μας με τ' άλογα βαλμάς (μισθωτός αγωγιάτης) στη Δαύλεια. Σκώθηκε να μαζώθη τα ζα να πάη στο κάμπο να φέρ' το αργατικό του (τον κόπο του), το στάρι. Βγαίν' απ' όξω και λέπ' έναν παπά με κάτι παπούτσια μακρυά. Κατάλαβε! Έρχεται πίσω και λέει στη γριά ν' αμπαρώση το σπίτι. Παίρν' τα ζα και παγαίν'. Κει τον έπιασε ανατριχιάδα και φαγούρα. Καμιά βουλά πάνε στη Δαυλειά, πέφτει σ'...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login