Επάαινα μεσάνυχτα (εθαρρεύτηκα πως ήτανε μέρα) στ’ αbέλι μου κ’ εκεί που ‘πήα να περάσω στην Αγιά Μαρίνα παραπάνω (στου Μάdα) είδα κάbοσα σα κεφαλάτσα (=κεφαλάκια) κόκκινα. Εθάρρουμουνε πως ήτανε βοσκόπαιδα κ’ εφορούσανε κόκκινα κουκουλάτσα. Επήα να περάσω κι αυτά δε μ’ αφήκανε μόνο μου πετούσανε χοχλιδάκια (= μικροί χάλικες) μπροστά μου. Ήκουσα κ’ ερχέψαν κ’ εγελούσανε εφοβήθηκα κ’ εστράφηκα πίσω κ’ επήα από των Αλευγαυώ το δρόμο. Εκεί ήκουσα κ εφώναξεν έναρ μυλωνάς που ‘ρχουdανε να φέρη αλέρματα στο χωριό κ’ ήπηρεν’ αέρα η καρδιά μου. Εφώναξα στο θείο μου και στο bεθερό μου: ελάτε παραπέρα να με πάρετε πο ‘τρόμαξα. Ήρθανε και μου λεν τι έπαθες; Ήρθα να σου φέρω το ζωνάρι σου, είπα του πεθερού μου, κ’ είδα κάτι παιδάτσα κ’ ετρόμαξα ιατί κατάλαβα πωρ δεν είναι παιδιά. Το πρωί με παίρνει ο πεθερός μου κ’ ήρθαμεν εκεί. Χάμαι ήτανε σκαλιρμένο σα γαδουροκυλίστρα, και μου λεει ο πεθερός μου πράματ’ αλήθεια το λες κακομοίρα μου. Ο πεθερόρ μου εμάλωνε, ιατί να πάω τέθοια ώρα που ‘τονε νύχτα.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΦιλώτιΧρόνος καταγραφής
1959Πηγή
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 9 – 10, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2303, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT