Είχα έναν αξάδερφο, αυτός τ΄ άρεσε το ψάρεμμα πολύ, αλλά σηκωνούντανε νύχτα να πάη να ψαρέψη, να πούμε ήθελε να πάη, από τις εννιά το βράδυ θα έφευγε απ’ τη χώρα και θα πήγαινε στον κάμπο για να ψαρέψη. Ο κάμπος άπεχε και δυόμιση ώρες. Αυτός έπιασε την κουβέντα μ’ ένα φίλο του και περπατούσαν σιγά – σιγά και πέρασε η ώρα και δεν το καταλάβανε. Λοιπόν ήταν να περάσουν ένα ρέμμα και να πάνε απέναντι. Αφού πέρασαν από το ρέμμα ακούν μια μελωδία, μια μουσική, ήταν η ώρα εντεκμισυ – δώδεκα. Αυτοί, σηκώθηκε το πετσί τως. Έρημο μέρος. Σταθήκανε καλά κι ήτανε δύο – βλέπουν λοιπόν τριάντα – σαράντα φραγκοπαπάδες και πηγαίναε το ρέμμα και βαστούσαν ένα φέρετρο. Αυτό δεν ήτανε φέρετρο, ήτανε ξύλο, μα το πηγαίνανε ψέλνοντας ίσα κάτω στο ρέμμα. Το είδε ο κακόμοιρος ο ξάδερφός μου κι έκανε το σταυρό του κι ούτε για ψάρια πήγε πια, ούτε για καβούρια, παρά κάθησε σε μια γωνιά ώστε να ξημερώση κι α δεν ήταν ο φίλος του να τόνε φέρη την άλλη μέρα, δεν ήθελε νάρθη. Από τότε τον έπιανε πότε – πότε και τούστριβε το μυαλό του.
Τόπος Καταγραφής
ΣύροςΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Λ. Α. αρ. 1378, σελ. 137, Γ. Ταρσούλη, ΣύροςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1378 Γ, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT