Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1521-1540 of 6798
Στου Χατζή τ' γιοφύρ' λένε πως άκ'σαν πολλοί. Βγαίνοντας εδώ, βλέπω κάποιον Καλατζή. Ήτανι φοβισμένος. Παρ'σιάστηκε μπροστά του το βόϊ, μια φορά σα γυναίκα, μια σα βόϊ. Άκουσε ένα μουγκρητό. Έ..ε..ε..ε..! Μη φοβάσαι. Προχώρα, αν το πειράξης, θα σε πειράξη. Μεγάλο ζώο, μεγάλο έργο (δηλ. στο θεμέλιωμα των γεφυριών).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Άλλη φορά ερχόμουν από ένα σπίτι βράδυ κι ήταν φεγγάρι σα μέρα. Ήταν πάλι περασμένες οι δώδεκα. Κοντά να φτάσω σπίτι, έχασα αυτό το φως. Έπεσε πάλι σκοτάδι πίσσα, απότομα κι ήταν σα να μην έβλεπα από τα ίδια τα μάτια μου.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Την παράλλη βραδυά, βλέπω μια γυναίκα στη σ'κιά να φάη σύκα. Πάω να τ' σταυρώσω, να τ'ν πιάσ' γίν'κε άφαντη. Μήπως τρύπωσι δω; Απολάω το σκ'λί, δεν έβλεπε τίποτα. Δεν είν' καλή δ'λειά, λέω: Αφάντιασμα, είπα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Έν’ αμπέλ’ σπαρμένο. Κατέβ’κα να ποτίσ’. Βράδυ, φεγγαράκι – μέρα. Βλέπω κατεβαίνει ένας ψηλός ποδοβολές. Κατεβαίν’ στο ρέμα, ύστερ’ ανεβαίν’ στη δέση. Λέω: Τι δουλειά έχ’ αυτός να χαλάσ’ τη δέσ’; Είχα το τουφέκι για την αλ’πού, αλλάζω τα σκάγια, βάνω βόλια γι’ άνθρωπο και ετοιμάζομαι να ρίξω με τσι δραμιάρες. Μόλις μαζεύω το τ’φέκι να τ’ ρίξω, σηκώνετ΄ αυτός κι έκανε ά – άχ – άχ – άχ! Τσούλωσα έγω....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Στη Μυλούς πλάκα είδε κάποιος τ' νύχτα ένα σκύλο και στέκοταν με μια αλ'σίδα στο λαιμό. Ένας μαλλιαρός κι έφυγε. Ο άνθρωπος άκουσε την αλυσσίδα να βροντάη και σταμάτσε κι είδε ένα πράμα μαύρο να κωλοκυλιέται. Ύστερα βγήκε στο σταυρόδρομο. Άλλη βολά δεν ξαναπέρασε από κεί, άλλαξε δρόμο.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Στο Γυφτόριμα. Όταν ήμουν μικρός, κάποια κυρία ερχόταν από το χωράφι και μας φώναζε. Ήταν μια γυναίκα ψηλή, με μακριά ρούχα. Βαδίζει εκείνη, βαδίζαμε κι εμείς. Όταν φτάσαμε κάπου, τη χάσαμε. Ήρθε και η γυναίκα μου. Που πάει αυτή η γυναίκα; της λέω. Ποιά γυναίκα; Μη σκιάζιστι; Δε σκιαζόμαστι, την είδαμι. [σκιάζομαι= βλέπω ήσκιους]
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Φαντάσματα
Στη Μουζουρά 'ς τ' Ακρωτήρι ΄ς ένα τόπο, που τόνε λένε Αρδαχτυλλινές εκειά εσκοτώσανε ένα Γιανίτσαρο απού τον ελέγανε Μπόξαρη και τώρα λένε πως σφαντάσσει. Κάθε βράδυ γροικούνται λέει να σέρνωνται βαρειές αλυσίδες και δείχνει ένας άνθρωπος να βγαίνη απάνω 'ς τον ουρανό.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1939
)
Παραδέχονται ότι υπάρχουν φαντάσματα και ότι πολλοί τα βλέπουν ως κατσίκες, ως πρόβατα, ως σκυλιά κλπ. ή ότι ακούν φωνές, τραγούδια κλπ.
Ανανιάδης, Πέτρος
(
1960
)
Μια γυναίκα έβλεπε ταχτικά στον ύπνο της μια μαυροφόρα να τη φωνάζ'. Σηκώνονταν και την ακολ'θούσε κάμποσο δρόμο κ' έπειτα την έχανε. Αυτή η γυναίκα πέθανε κείνο το χρόνο.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Μια φορά, δώδεκα η ώρα από τα μεσάνυχτα, όπως ανέβαινα προς το σπίτι μου – έβγαινα από το μαγαζί που παίζαμε χαρτιά – ακούω πίσω μου πέτρες μπούφ, μπούφ, τη μια ύστερ' από την άλλη. Αυτό εκράτησε ως 10 λεπτά. Αέρα δεν είχε. Τι ήτανε; Εγώ όμως δε γύρισα πίσω μου.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Ένας Φραγκόπουλος ήτανε στο Φανάρι. Ερχότουνε νύχτα στη Δάφνη και στο Ανεμογδούρι απάντησε ένανε και τόνε χαιρετάει. - Μπόν σουάρ, Μεσιέ! - Μπονσουάρ. Ποιος είσαι; - Ήρθα προχθές να δω την πατρίδα σου και γυρίζω. Κατεβαίνει ο Φραγκόπουλος το πρωΐ στον Άμμο και ρωτάει. - Είναι κανένας Γάλλος εδώ; - Όχι! (Άρα ήτανε δαιμονικό).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Ένας απ’ αυτούς τους Σακελλαροπ’λαίοις κίνησι η ώρα 12 απ’ το Αλώνι από τον Πόρο (4 -5 χιλιόμετρα χαντάκια, ρέματα, διάβα) με το μ’λάρ’ φορτωμένο στάρ’. Όταν έφτασε στην θέση Ξαμ’λιά ( Έξω αμπέλια. Έχει εκεί τραγασές), τούρτε μια θαμπωμάρα, του παρουσιάστ΄κε ένας σκύλος. Του ‘κανε έτσι με το ξύλο εφ’γε. Έπειτ’ από λίγο, μια κλώσσα με τα κοττόπουλα. Μετά, ένα κριάρ’ υπερφυσικό μέγεθος, που ήθελε να...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Μια φορά ένας επερπατούσε τη νύχτα κι έλεγε πως δε φοβόντανε. Ερχώμενος στο δημόσιο δρόμο, νύχτ’ αργά, συναντάει μια κηδεία κανονική, μπροστά ο σταυρός, ο παπάς, το φέρετρο που το κρατούσανε στην πλάτη τέσσαρες και πίσω ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος αυτός ήταν όλοι από πεθαμένους, γέρους παλιούς του νησιού, που τους εγνώρισε. Έκαμε στην πάντα (=παραμέρισε) να μην πέσουνε κι απάνω του. Φοβήχτηκε. Ο κόσμος...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Όταν έχ' ψωμί μαζί του στο δρόμο, δε τον πλησιάζει το φάντασμα. Κι όταν είναι ο καρπός αθέρ'στος ή στ' αλώνι, πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν την εποχή αυτή φαντάσματα. Γι' αυτό, άμα βγαίνουν έξω, έχουν τη συνήθεια να παίρνουν ψωμάκ' στην τζέπ' – Το ψωμί είναι το σώμα του Χριστού, κι ότι έχουν το Χριστό κοντά τους – Άμα βγης έξω, να πης: “Ιησούς Χριστός νικά. Όλα τα κακά σκορπά”.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Έβοσκεν ο μπαμπάς μου και τον πήρε ο ύπνος κοντά στου Μπολιμπά το φάραγκα. Εκεί βλέπει μια γυναίκα μαύρη με μεγάλα δόδια κ’ επήγε να τον πιάση αλλ’ αυτός είχε μέσ’ στη ζώνη dου λίγο ψωμί. Εξύπνησεν άρρωστος και τον πήρανε και είπε πια τα καθέκαστα. Πιάνει και κάνει μια προσφορά που ‘πέρασε το αλεύρι από την τριχιά εφτά φορές (έκαμεν εφτάζυμο), παίρνει ένα πιάτο μέλι, ένα μπουκέτο λουλούδια σ’ ένα...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Μια φορά ερχόμενα στο χωριό και πέρασα από την συκιά όπως πρωτομπαίνουμε στο χωριό. Είχα τον γάϊδαρο και αυτός εσταμάτησε. Δεν προχωρούσε. Βαράω δίνω μπα μπού δεν πήγαινε μόνο προς τα πίσω πήγαινα. Τότε βγάνω την κουμπούρα και ρίχνω με το αριστερό χέρι και ρίχνω με το αριστερό χέρι και έφυγε εκείνο που έμοιαζε σαν αλεπού. Μετά ο γάϊδαρος προχώρησε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ήμασταν δυο και είχαμε τα βόδια. Αφίναμε τα βόδια και επήγαμε να δούμε τους μύλους που ήταν εκεί κοντά. Την ώρα εκείνη εβασίλευε ο ήλιος και είδαμε ένα κριάρι με κέρατα τρανά να τρώη. Μας έβλεπε και δεν έφευγε ήταν φάντασμα. Εμείς εφύγαμε αμέσως.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Στην Κακή Λαγγάδα. (φόβος. Από παλακούθε. Φαντάσματα, διαόλοι). Ήτανε παλαιό λιμάνι. Έχει ακόμα ερείπια από το τελωνείο, η σκοπιά. Έχουνε πνιγή δυο γυναίκες. Με τον πόλεμο εθάψανε κι ένα Ιταλό (στη σπιάντζα).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Ατσούπας και Αρτσουπάς – άδες= είδος Σειληνών, φαντάσματα.
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α.
(
1919
)
Εις την περιοχήν «Ουτσάνια» εις μίαν τοποθεσίαν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι υπήρχε χωριό, πιστεύουν ότι υπάρχει φάντασμα «Παπάς», το οποίο πολλοί βλέπουν, τάχα, ως υψηλόν άνθρωπον, την νύκτα βέβαια, ως αρνί, ως κατσίκα ή ακούουν την φωνήν του ή πολλές και διάφορες άλλες φωνές.
Αγερίδης, Χρίστος
(
1962
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login