• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 11-20 από 272

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Στη βρύση αυτή της Τζιούρτζιας, με το κατάψυχρο νερό πέρασε και στάθηκε να πιεί νερό, ένας καμπίσιος. Ιδρωμένος όπως είταν μόλις ήπιε το νερό πέθανε. Οι Τζουρτζιώτες τον θάψανε εκεί. Λένε πως τα φεγγαροφώτιστα βράδυα, στις νύχτας τα σιγαλιά, ακούνε τα λόγια αυτοσχέδιου παραπονιάρικου τραγουδιού: «Τί χάλευα, τι γύρευα ψηλά στα κορφοβούνια Δεν με βαστάνε μάννα μου αυτά τα σκυλοβούνια. Εδώ είναι για τα βουνίσια τα γερά παιδιά δεν είναι για τ΄άμαθα τα γκαραγκονούλια.» [Γκρέκου= Κουτσοβλάχικα ο Γραικός, ο γκαραγκούνης]. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Στο χωριό Κουκλαίους, κατοικούσε μια γριά, που την λέγανε Βαγγελίτσα ή Ζωΐτσα. Κάποια μέρα η Ίτσα, άφησε το σπίτι της και κατοίκεψε σε καλύβα, κοντά στο χωράφι της. Λένε ότι ύστερ’ από λίγες μέρες, η γριά δεν ξαναφάνηκε. Την πήρανε οι Νεράϊδες. [Γκαρντίνα αλί Ίτσι= Κουτσοβλαχική= κήπος της Ίτσας] 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Μια παράξενη γκριζόασπρη αλεπού, πιο μεγάλη απ’ τις άλλες αλεπές, ερχόταν τις νύχτες και καθόταν σε μεγάλη πέτρα της Βεντίστας. Απεκεί αφουγκρόντανε και επισκοπούσε τα τριγύρω χωριά. Η παράδοση αναφέρει ότι η αλεπού αυτή δεν έτρωγε πουλιά και αγρίμια, μόν’ άρπαζε κι έτρωγε μικρά παιδιά. Οι κάτοικοι λένε πως δεν είταν αλεπού αυτή που άρπαζε κι έτρωγε τα παιδιά, αλλά η πιο άγρια μοίρα, η Ρπάγου που ερχόνταν μεταμορφωμένη σε αλεπού. [Κιάτρα αλί βούλπιλε= Κβλχ η πέτρα της αλεπούς.] 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Τα πολλά ερείπια, που είναι κοντά στο μοναστήρι Παναγιάς του Γαρδικιού μαρτυράνε την ύπαρξη παλιού χωριού. Η παράδοση αναφέρει ότι οι κάτοικοι εγκαταλείψανε το χωριό από τα πολλά φίδια που βγαίνανε εκεί. Λένε πως τα φίδια ανεβαίνανε στα μπισίκια (κούνιες) των παιδιών, τα τσιμπούσαν ή μπαίνανε απ’ το στόμα τους στην κοιλιά. Έτσι το μεγάλο θανατικό που έπεσε στο χωριό, ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν απ’ το δαιμονισμένο μέρος και να χτίσουν αλλού το χωριό τους, μακριά απ’ το φιδότοπο. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Ένας Αρβανίτης κακομούτσουνος και μυξιάρης, περαστικός στ' Αιβάν, στάθηκε σε βρύση και πλύθηκε. Αφού ήπιε νερό γύρισε και κατούρισε πάνω στον κάναλο της βρύσης. Δεν πρόφτασε όμως να κάνει ένα βήμα και τούρθε στο κεφάλι ένα κοτρώνι που τον έρριξε χάμω νεκρό. Οι τσοπάνηδες λένε πως τον σκότωσε το στοιχειό που φύλαγε τη βρύση. Λένε ακόμα πως τισ νύχτες, ακούνε περπατησιές, σφυρίγματα και έξελλες φωνές. Κανένας όμως δεν είδε τον ήσκιο του Αρβανίτη ή το στοιχειό που τον σκότωσε. (Αρμπινέσι= Κβλχ. =οι αρβανίτες.) 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Στις θέσεις Σ ιασμένη – Λάπατου του Λάντζου και σε λειβάδι βόσκουν τ’ άλογα των χωριανών. Η παράδοση αναφέρει ότι οι χωριανοί πολλές φορές βρήκανε τ’ άλογα νάχουν πλεγμένους τους τσαμπάδες (χαίτες). Τα βρήκανε δε να είναι και πολύ κουρασμένα. Λένε ότι τις νύχτες τα καβαλλικεύουν οι Καλότιες. [ Σ ιασμένη= Εις το κείμενον το τοπωνύμιον απαντά ως Σ ασμένη, ελλείποντος του γράμματος μετά το Σ.] 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Τα χρόνια της Σέρβικης κατοχής,ένας αξιωματικός έφερε στο Περτούλι τον άρρωστο αδελφό του. Ο άρρωστος αγάπησε την όμμορφη κοπέλλα του μυλωνά, που όπως λέγαν στο χωριό δεν είταν γκαρδιακό παιδί του. Ο αδερφός του κοριτσιού ένα άγριο τσιοπανόπουλο του βουνού,ζήλεψε την αγάπη τους και ορκίστηκε εκδίκηση να πάρει για την πσοσβολή. Μια μέρα,που η αδελφή του,τούφερε στη στάνη ψωμί,την πίανει και την βιάζει. Άλλη μέρα στένει καρτέρι στη βρύση και πνίγει τον αγαπητικό της, που ξεψυχώντας προφέρει τη λέξη ‘’Μπράικο-Μπράικο’’. Το κορίτσι σαστισμένο,παρακολουθεί το πάλαιμα.Κάποια στιγμή που βλέπει να λυγίζει ο αγαπημένος της παίρνει λιθάρι κοφτερό και με μανία το καταφέρνει στο κεφάλι του αδελφού της. Το πετυχημένο χτύπημα τον σκοτώνει. Το κορίτσι κατατρομαγμένο,κατεβαίνει στο μύλο, όπου μαθαίνει ότι ο πατέρας της, μπερδεύτηκε στις μυλόπετρες και τσακίστηκε. Απελπισμένη, ανεβαίνει στο δοκάρι του μαντανιού, κουλουριάζεται στο χοντρό ξύλο και μοιρολαγάει. Μένει εκεί στο δοκάρι μέρες και μοιάζει έτσι αναμαλλιασμένη σα μπούφος. Στο μύλο έρχονται εκδρομή τα παιδιά του σχολείου, που βλέποντας την,την περνούν για κάποιο ξωτικό πουλί. Από μακριά τα παιδιά αρχίζουν και την πετροβολούνε. Ένα λιθάρι την χτυπά στο κεφάλι και την ζαλίζει. Γέρνει και με ορμή πέφτει στο νερό του μαντανιού. Όταν την βγάλαν, είταν πεθαμένη. [Σημ. Η γριά Ρόιδω επέμενε να λέει,ότι κι’αυτή πολλές φορές άκουγε να βγαίνει απ’το βουνό η παραπονιάρικη φωνή Μράικο αλλά ποτές της δε μπόρεσε να την εξηγήσει. Η λέξη είναι Σλαυική και σημαίνει ‘’Αδερφέ Αδερφέ’’.Πιθανά είταν η επίκληση του σκοτωμένου προς τον αδερφό του. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Η σκάλα του Δημάκη ανοίγεται σε Δραγοβιστινό βουνό. Λένε ότι ο προύχοντας Δημάκης περνώντας τη σκάλα, παραπάτησε κι έπεσε σε βυρό του Άσπρου. Ύστερ' απο μέρες, τον βρήκανε τούμπανο μισοφαγωμένο απο τις αλεπές, τους αγριόγατους και τα σκυλιά. Λένε, πως ακούγονται παράξενες φωνές γοερά κλάμματα, να βγαίνουν απ'το βυρό του ποταμιού. Ώ! Ω!λέλεεε.. όόό..όου...όου..Οι Δραγοβιστινοί ξηγώντας λένε πως σκούζει ο βρυκολακιασμένος Δημάκης. [Μόνο το άρθρ.αλ=του Κβλχ. Ητοι σκάλα του Δημάκη. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Οι Ασπροποταμίτικες παραδόσεις, αναφέροντας για τα καλλικαντζάρια, λένε πως είναι άσχημα και τριχωτά όντα, με κέρατα, μεγάλα αυτιά, κατακόκκινα σγουρλωτά μάτια, δόντια αγριογουρουνιού, χέρια μακριά με νύχια αετού στα δάχτυλα. Από τα Χριστούγεννα ως τα φώτα, κατεβαίνουν τις νύχτες από τα μπουχάρια ή τα ζουριά των μύλων. Οι γυναίκες βουλώνουν αποβραδύς τα τζάκια με χονδρά μάλλινα υφάσματα, ώστε να εμποδίσουν την εισοδό τους στο σπίτι. Όλες αυτές τις μέρες οι γυναίκες κατέχουνται από αόριστο φόβο, που μεταδίδουν και στα παιδιά τους, που έτσι γίνουνται πιο φρόνιμα και πάνε να πλαγιάσουν. Τα καλλικαντζάρια έρχουνται, έχοντας κρεμασμένα στο λαιμό τους, κουδούνια και κυπριά. Ο ερχομός τους, η διάβα τους προκαλεί ένα συριστικό βούισμα. Μόλις φτάνουν , αρχίζουν να χορεύουν και να σφυρίζουν. Φεύγουν την αυγή, μόλις λαλήσει ο κόκορας. Για να τα εξευμενίσουν τοποθετούν στο τζάκι, τηγανίτες, κομμάτι κηρύθρας με μέλι, κάστανα, καρύδια, κυδώνια κι άλλα ζαχαρωτά, που τα καλλικαντζάρια δεν τρώνε, αλλά τα γίζουν ή τα κατουράνε. Αφού τα μολύνουν φεύγουν. Από τον ερχομό τους, οι χωριάτες, ύστεράπο το βραδυνό φαγητό, δεν δουλεύουν όπως κάνανε πρίν , νυχτέρι. Κοιμούνται νωρίς και σηκώνουνται την κονταυγή, που φεύγουν τα καλλικαντζάρια, για να συνεχίσουν και συμπληρώσουν τη δουλειά που αφήκαν αποβραδύς. (ζουριά= Λέξη Τουρκική= η αντίσταση, το μέρος της εξόδου του νερού απ’το θόλο του μύλου.) 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Η παράδοση αναφέρει ένα περίεργο όνειρό του. Ύστερ’ από την αιχμαλωσία των λόρδων στην Αττική χώρισε απ’ τον λήσταρχο Τάκη Αρβανιτάκη και πεζοπορώντας 17 μέρες, έφτασε στο Πλακένι του Κόζιακα, όπου και λημέριασε. Το βράδυ νειρεύτηκε πως γύρω απ΄ το κεφάλι του είταν μαζεμένες πολλές χελώνες, έχοντας ολοκόκκινα τα καυκιά τους. Το εφιαλτικό όνειρο, ο Σπανοβαγγέλης το έβλεπε για δεύτερη φορά. Τρομαγμένος πετάχτηκε πάνω, σφύριζε και φωνάζοντας έλεγε πως είναι προδομένος. Την ίδια στιγμή Αρβανίτες, πυροβολήσανε και σκοτώσανε δυό παλλικάρια του, και τον ανεψιό του Λιά Σπανοβαγγέλη. Ο καπιτάνος κι οι άλλοι ληστές ξεφύγανε στο βαθύ σκοτάδι. [Σπανοβαγγέλης= Σκηνίτης Σαρακατσιάνος. Υπηρέτησε ως εύζωνος στον στρατό. Κατόπι γίνηκε ληστής και κατέφυγε στα Γιάννενα, όπου οι Τούρκοι τον δικάσανε σε 20 χρόνια φυλάκιση. Κατώρθωσε και δραπέτευσε, ξανάγινε ληστής και τέλος πήρε αμνηστία. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • . . .
  • 28
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (272)Συλλογέας
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (272)
Τόπος καταγραφήςΤρίκαλα (272)Χρόνος καταγραφής1948 (272)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.