Οι Ασπροποταμίτικες παραδόσεις, αναφέροντας για τα καλλικαντζάρια, λένε πως είναι άσχημα και τριχωτά όντα, με κέρατα, μεγάλα αυτιά, κατακόκκινα σγουρλωτά μάτια, δόντια αγριογουρουνιού, χέρια μακριά με νύχια αετού στα δάχτυλα. Από τα Χριστούγεννα ως τα φώτα, κατεβαίνουν τις νύχτες από τα μπουχάρια ή τα ζουριά των μύλων. Οι γυναίκες βουλώνουν αποβραδύς τα τζάκια με χονδρά μάλλινα υφάσματα, ώστε να εμποδίσουν την εισοδό τους στο σπίτι. Όλες αυτές τις μέρες οι γυναίκες κατέχουνται από αόριστο φόβο, που μεταδίδουν και στα παιδιά τους, που έτσι γίνουνται πιο φρόνιμα και πάνε να πλαγιάσουν. Τα καλλικαντζάρια έρχουνται, έχοντας κρεμασμένα στο λαιμό τους, κουδούνια και κυπριά. Ο ερχομός τους, η διάβα τους προκαλεί ένα συριστικό βούισμα. Μόλις φτάνουν , αρχίζουν να χορεύουν και να σφυρίζουν. Φεύγουν την αυγή, μόλις λαλήσει ο κόκορας. Για να τα εξευμενίσουν τοποθετούν στο τζάκι, τηγανίτες, κομμάτι κηρύθρας με μέλι, κάστανα, καρύδια, κυδώνια κι άλλα ζαχαρωτά, που τα καλλικαντζάρια δεν τρώνε, αλλά τα γίζουν ή τα κατουράνε. Αφού τα μολύνουν φεύγουν. Από τον ερχομό τους, οι χωριάτες, ύστεράπο το βραδυνό φαγητό, δεν δουλεύουν όπως κάνανε πρίν , νυχτέρι. Κοιμούνται νωρίς και σηκώνουνται την κονταυγή, που φεύγουν τα καλλικαντζάρια, για να συνεχίσουν και συμπληρώσουν τη δουλειά που αφήκαν αποβραδύς. (ζουριά= Λέξη Τουρκική= η αντίσταση, το μέρος της εξόδου του νερού απ’το θόλο του μύλου.)
Τόπος Καταγραφής
ΤρίκαλαΧρόνος καταγραφής
1948Πηγή
Αλεξ. Κ. Χατζηγάκη, Παραδόσεις τ' Ασπροποτάμου, Τρίκαλα, 1948, σελ. 109, αρ. 219Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Παραδόσεις τ' Ασπροποτάμου, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT