• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση Α"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 65-84 από 147

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Παράδοση για το χωριό Αμπρακια.

    Ναι βουλά η Αμπρακιά, καθώς μουλόλαγαν κάτι γερόντοι ήτανι μιγαλύτερ’, κι είχε κανιά ουγδουηνταριά οικουγένειες. Ήτανι χτισμένου του χουριό στη θέσ’ «Παλιουχώρ», αλλά στουν κιρό τα Τουρκίας, ιπειδή οι Γκιρτουβίτης τα καλουλόϊσανι μι τς Τούρκς κι μ’ ένα ληστή π’ τουν ήλιγαν καπιτάν-Φώτ’ επέφτανι κάθι τόσου κι λήστιβανι του χουριό. Αφσι π δεν τς άφνανι σι στασιό οι Τούρκι τς χουριανούς. Γι’ αυτό σκώθκανι...
    

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1925)
  • Ο Αλή Πασάς ήθελα να πάρη τη Φροσύνη κι έρρηξε δέκα καντάρια ζάχαρη στη λίμνη να την γλυκάνη να παραδοθή. Αλλά κείνη δεν παραδόθηκε κι έβαλαν μια πέτρα στο λαιμό της κι έπεσε στη λίμνη κι επνίγηκε -. Η κυρά Βασιλική ήταν αδρεφή της και παραδόθηκε κείνη για να γλυτώση τη Φροσύνη 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Το πώς έγινε ο Τσιτούρας ληστής

    Ο αποσπασματάρχης έψηνε το κισέμι του Τσιτούρα, επειδή φυγοδικούσε αυτός που είχε σκοτώσει κάποιον που ατίμασε την αδερφή του. Δίπλα στον αποσπασματάρχη ήταν και η αγαπητικιά του. Απάνω στο ψήσιμο ο καπετάνος είπε στην αγαπητικιά του. Θέλεις να διαλέξουμε κανά καλό μεζεδάκι από το σπλαχνί να φας. Όχι είπ’ αυτή. Εγώ θέλω απ’ αυτά τα γλυκαδάκια. Στας κυρά μ να σ’ δώσου ζη απ’ τα γλυκαδάκια να γλυκαθής,...
    

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)
  • Ο γέρο Γιώργης Πενέσης ή Γούβης μας τραγούδησε πολλά παλιά τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθησαν και εγράφησαν στο Α! τετράδιο (αριθ. Χειρ. 2214). Συνέχεια μας είπε και την ιστορία της οικογενειάς του. Όπως ακριβώς τα ενθυμείται και τα λέγει ο ίδιος: Όλη μου τη ζωή την πέρασα ως αγρότης και τσιοπάνης. Στα 97 – 98 με το Γιώργη το Πρίτζιπα, που ήταν του ναυτικού αρμοστής, δικητής, πήγαμε στην Κρήτη. Πήγαμε... 

    Δημητρόπουλος, Γρηγόριος (1956)
  • Ο Θεός εδιάλεξε από όλους τους ανθρώπους για αγαθό άνθρωπο το Νώε. Λοιπόν του λέει θα πάρης τα παιδιά σου και την οικογένειά σου και από όλα τα ζωύφια γιατί θα ρίξω βραστό νερό. Θα κλειστής και όπου θα σε βγάλη. Την ώραν που συγκέντρωσαν όλα η γυναίκα του θυμήθηκε την μάνα της και τους πήρε όλους μέσα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες γύριζε. Τότε στέλει τον κόρακα γιατί είχαν αποσυρθή τα νερά. Ο... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Ο Θεός ειδοποίησε το Νώε ότι θα κάνη κατακλυσμό και 40 χρόνια έφτιαχνε την κιβωτόν. Μετά έγινε ο κατακλυσμός και έπλεε το κιβωτός. Ο Θεός του είπε όταν δης το περιστέρι να πετάη τότε θα έχη σταματήση ο κατακλησμός. Μετά είδε τα κοράκια να τρώνε τα πτώματα 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Η παράδοση για τον καπετάν Τριχούτση

    Ο κ. Ευάγγελος Γραμματικός τρισέγγονος του καπετάν Αντρέα συμπληρώνει την παράδοση (σελ. 252). Ο κ. Α. είχε γολέττα κι επήγαννε στη Ρωσσία λάδια από δω. Εγνώρισε Άγγλο πλοίαρχο στον Γάη κι έγιναν επισκέψεις και στον Άγγλο. Έκαμεν εντύπωσι ένα ρολόϊ του κ. Αντρέα που το κούρδιζαν κάθε χρόνο (μεγάλο εκκρεμές). Την άλλη μέρα του χάρισε το ρολόϊ ο καπ Αντρέας. Έπειτα ο κ. Αντρ. Επιάστηκε αιχμάλωτος με...
    

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
  • Ο Κράλο Μάρκος εσήκωνε την γην με τα χέρια του. Ήταν τόσον δυνατός. Ο Θεός όμως του είχε ειπή να μη πιή νερό από μίαν βρύσην. Αυτός όμως εγελάσθηκε μια φορά, ήπιε νερό απ’ αυτήν την βρύσην, και έχασε την δύναμίν του 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1969)
  • Ο Μέγας Αλέξανδρος αγαπούσε μια και απόθανε κ’ εκεί μέσα ‘ς το μνήμα που ήτανε επήε και την εγκάστρωσενε. Και του λέει αυτή αυτό π’ άφησες εδώ να ‘ρθης σε εννιά μήνες να το πάρης διότι είναι τελώνιο και θα χαλάση τον κόσμο. Σ τσι εννιά μήνες επήε και το σήκωσε και το δέσανε με αλυσίδες και το πετάξανε ‘ς τη θάλασσα. Αυτή ήταν η Οργόνα (=γοργόνα). Ήτανε μισό ψάρι και μισό άνθρωπος και σηκώνεται απάνω... 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)
  • Ο Νώε έκαμε μια μεγάλη κάσα. Είχε 3-4 παιδιά. Μέσα στην κάσα έπιασε και έβαλε απ’ όλα τα ζώα ακόμη και το φίδι. Τα παιδιά τον ερώτησαν, γιατί το κάνεις αυτό; Να μη σας ενδιαφέρει δεν είναι δική σας δουλειά. Μόνον παιδιά μου, αν ιδήτε να βρέχη και δεν το πίνει η γης, εκεί στα χωράφια, που θα είσθε, να ερθήτε γρήγορα. Τα παιδιά επήγαν να θερίσουν και άρχισε να βρέχη. Εν τω μεταξύ τους είχε ειπή, ότι... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1969)
  • Ο Οδυσσέας που εκολύμπαε από τη νήσο της Ωγυγίας για να πάη στην Ιθάκη, είδε από μακριά το νησί μας κι εβγήκε στο ποτάμι (κοντά στο φάρο). Εκεί ήταν η Ναυσικά, που τον έφερε στα Ανάκτορα εδώ στο Φύκι (στο Λιμανάκι). Ήρθε εδώ το 1937 ο αρχαιολόγος Οικονόμου και τα είπε αυτά: Θα έκανε και ανασκαφές, αλλά ήρθε ο πόλεμος 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)
  • Ο Τσάπαλος διοικούσε εδώ και διηύθυνε τους κλέφτες. Μια φορά 40 κλέφτες με το Σπανό που ήθελαν να παραδοθούν στους Τούρκους, αυτός εμεσολάβησε και παρουσιάστ’καν 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Τσαραλέκα

    Ο Τσιάρας, παλλικάρι του Γενεσιού, έκαμε πάνω στο βουνό ένα οχυρό με πολεμίστρες. Κρυμμένος εκεί, φύλαγε το χωριό, από τους κλέφτες. Μα σε κάποια συμπλοκή σκοτώθηκε. Λένε πως ο Τσιάρας αν και σκοτωμένος εξακολουθεί να φυλάει το χωριό. Στοιχειωμένος στέκει στο καραούλι, γυρίζει στις πολεμίστρες φωνάζει, βρίζει, πυροβολεί.
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • Ιστορίες εκ της παραδόσεως

    Ο Χριστός και ο διάβολος έκαναν κάποτε από ένα ζώο. Ο Χριστός έκανε το πρόβατο το ευλόγησε και τούτο άρχισε αμέσως να ζη. Έκανε κι ο διάβολος τη γίδα αλλά δεν μπορούσε να της δώση ζωή. Τότε παρακάλεσε το Χριστόν να τον βοηθήση. Ο Χριστός τότε «σφράγισε» τη γίδα στα γόνατα των μπροστινών της ποδιών κι εκείνη άρχισε να ζη
    

    Γεωργούλας, Σωκράτης Δ. (1966)
  • Όταν εμαθαίναμε ότι το τάδε βράδυ επερνούσε κανένα αντάρτικο από το χωριό, απηγαίναμεν πολύ μακρυά έξω και τους επεριμέναμεν. Μόλις έφθαναν, εκάναμε το εξής για να μην το καταλάβη ο κόσμος. Μπροστά επήγαινε ένα αντρόγυνο δήθεν ότι έρχονται από την δουλειά, αλλά αυτοί ανιχνεύαμε μήπως κανείς παραφυλάει. Οι άλλοι ήρχοντο από πίσω, παρέες παρέες, αλλά είχαν και τα όπλα κρυμμένα κάτω από τα ρούχα μήπως... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1964)
  • Όταν ήρτε κείθενε πο διάβηκε και πήε στον Κύκλωπα ο Δυσσέας, πρωτοπαρρησιάστηκε στον Εύμαιο και τον εξέτασε για το σπίτι του κι’ άμα το ‘δωκε γνώρα. Εκεί στον Κύκλωπα εκιντύνεψε, μα εγλύτωσε με την εξυπνάδα του. Γιατί όταν τον ερωτήσανε πως τόνε λένε, είπε Κανείς κι έτσι ο Κανείς δεν ήτανε πουθενά για ναν τόνε πιάσουνε. Έπειτα πήε η Δυσσέας εδώ κάτου στον πατέρα του, το Λαέρτη, που είχε τον κήπο του... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956)
  • Όταν πήγαινε το Γρίβα στο Μεσολόγγι, του στρώσανε στ’ αμπάρι να κοιμηθή. Ο παπούλης είπε: Ήθελα να δω το σπαθί του Γρίβα! Ο Γρίβας αργότερα το θυμήθηκε. Εκάλεσε τον καπιτάνιο. Τι εζήτησες να δης; Ετράβηξε το σπαθί τάχα άγριος και το είδε. Είχε δοντάκια μικρά, σα δρεπάνι, γιαταγάνι. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
  • Παράδοση περί Αβαρκιωτών

    Οι Αβαρκιώτες έχει τούρκ’κον αίμα. Τότες πόφγαν απ’ τουν Αβαρίνου τα’ Σουλίου, ήρθαν δυο αδέρφια, οι Γιαννάκ’ς και οι Ν’κουλάης, Αβαρκιονταίοι. Αυτοί ήταν κι οι δυο παντριμμέν’. Αλλά μι τη γ’ναίκα τ’ Ν’κουλάη είχι σχέσ’ οι Μιχμέτ, οι Τούρκους, οι αφέντες. Πέθανε αυτός οι Ν’κουλάης κι οι Τούρκους ξακουλουθαϊ ναχ’ σχέσεις. Ουδέ Γιαννάκ’ς πέθανι, ατιωνους
    

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1925)
  • Οι κάτοικοι του χωρίου (δηλ. οι Κοτιτσιώτες κατά την μάχην που έδωσαν με τους Τούρκους (βλ. σελ. 14) τελικώς νικήθηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό τους στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι κυριολεκτικώς «το σκούπισαν», έτσι οι νέοι κάτοικοι του χωριού ονόμασαν αυτό Σκούπα 

    Γεωργούλας, Σωκράτης Δ. (1966)
  • Φριπτάλιο

    Οι κλέφτες όταν ψένανε αρνιά ή κατσίκια, για να μην προδοθούν απ’ τους καπνούς που άφηνε η φωτιά, ανοίγανε στο χώμα λάκκο, βάζανε τη φωτιά κι ‘ύστερα ρίχνανε μέσα το σφάγιο για να ψηθεί. Έτσι είχανε μια πρόχειρη γάστρα, ένα μικρό φούρνο. Μια φορά οι κλέφτες, θελήσανε να ψήσουν ένα τραγί. Αυτό όμως, όταν το σφάζανε άρχισε να βελάζει φοβερά. Οι τσοπάνηδες ακούγοντας το βέλασμα, αρχίσανε στα κουτουρού...
    

    Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.