Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2301-2387 από 2387
Σαν d' γιαϊνα μι του μ bαλιουρόσπουρου
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μικρό μικρό d' αλώνι σου, κι ας εί' μοναχικό σου
(1934)
Προτιμάται τι να είναι ατομικόν έστω και ολίγον
Δεν d' βρίchκ' ς άκρη
(1915)
Επί ανθρώπου κρυψίνοος και πολυμήχανου
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα
Αν (ησ' να) chιάζουνdαν ου λύκους d' βρουχή έφκιανι κάππα
(1915)
Ερμηνεία: Επί περιφρονήσεως απειλών
Μη σι μέλ' για τα μbλάργια d' δισπότ'
(1915)
Μη ενδιαφέρησας
Ήθιλι, να d΄ βάλ΄ φρύδια κι τόβγαλι κι τα μάτια
(1915)
Επέφερε βλάβην αντί ωφελείας
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, πέφτει ο ίδιος μέσα
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Τ'ν έχ' σ' κ'κιού d' gρέgα
(1937)
Δηλαδή δεν την εκτιμάει καθόλου
Άδειαζέ μ' d' γουνιά
(1936)
Την έλεγαν συνήθως στα παιδιά, όταν ήθελαν να τα διώξουν. Όταν επρόκειτο για μεγάλους, δεν το έλεγαν κατά πρόσωπο, αλλά σε τρίτους
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)
Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή
Πανί διάζεται, σα d' σαΐτα τρέχει πάνου κάτου!
(1943)
Είναι αεικίνητος
Δεν d' αλωνίζνε τ' αυγά
(1941)
Επί των μη θελόντων να συμμορφωθούν προς τα διατυπώσεις των κανονισμών, ή τας συνηθείας του τόπου
Πάει ν' αθίση το δεdρί κι' η μοίρα δε d' αφίνει
(1963)
Λέγεται, όταν για μια στιγμή διαφανή κάποια ελπίδα, που κι' αυτή διαψεύδεται
Άλλα d' άλλα κι' η χαρβάλα με το 'άλα
(1963)
Χαρβάλα = δοχείο σπασμένο; με το άλα ή με το γάλα
Τώρα ίνησα d' αδύνατα δυνατά και τα δυνατά τα 'πήραν οι διαόλοι
(1963)
Είνησα = έγιναν
Η 'ούλα d' ανθρώπου καράβια πουλεί και καράβι αοράζει
(1963)
Δηλαδή όταν τρώς πολύ, μπορεί να πουλήσης ολόκληρη περιουσία, και αντιθέτως, όταν κάνης οικονομία, μπορεί να δημιουργήσης περιουσία.
Το ένα χέρι να μην ηξέρη, είdα 'δώκε d' άλλο στο φτωχό
(1963)
Δηλ. η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται μυστικά
Σά d'ν άμμο τ'ς θάλασσας
(1943)
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d' αβγά τζη πέρδικας
(1963)
Προέρχεται από τραγουδάκι...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Α d' αβγό στη bέτρα, αλίς στ' αβγό, κι αν η πέτρα στ' αβγό, πάλι αλίς στ' αβγό
(1963)
Δηλαδή οπωσδήποτε το αβγό θα σπάση. Π.χ. “και με τσ' Αμερικάνοι να πάμεν, έρημα την έχομε, gαι με τσι Ρώσοι να πάμε, dα ίδια. Ά d' αβγό στη bέτρα,αλίς ....”...
Αμ' αλάργα κι' έλα γλήορα κι άμε κο(d)ά και πέσ εκεί
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση, που αργεί κανείς από κοντινό μέρος να γυρίσει και γυρνά γρήγορα από μακρυνό
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Τίνος είν' ευτο d' αβγό; -Ευτεινού dου πετεινού
(1963)
Δηλαδή το παιδί μοιάζει με τους γονείς του. Λέγεται κυρίως για την ομοιότητα ελαττωμάτων. Ευτό=αυτό. Ευτεινού=αυτού. Ο δεύτερος στίχος κάποτε παραλείπεται.
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή
Του κακού 'αbρού το dουλάπι τ' ανοίεις, μα του καλού 'ιού δε d' ανοίεις
(1963)
Δηλ. στο σπίτι της κόρης σου έχεις περισσότερο θάρρος παρά στο σπίτι του γυιού σου
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Είχα του πιδί μ' κ' είχα d' ζουή μ' έψηνα τα πένd' αυγά κ' έτρουγα τα τέσσιρα κι απου τ' άλλου του μ 'bσο
(1915)
Ερμηνεία: Επί εγωϊστών μη δισταζόντων και τα ίδια τέκνα να εκμεταλλευθώσιν χάριν της ατομικής των ευζωϊας
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Άλλα d' άλλα και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα
(1963)
, ο bαbάς σου; Λέει ο Δεσπότης. Λέει: Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα. ασκηστής = ασκητής, dίοτα = να πουν κάτι, κιού κιού κιού = με το πες πες, Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα = απο...
Ένα dι θα κάμη κανείς ν' ακουστή
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δουλειά ήτονε τώρα 'φτη να πάη να τρϋά τ' αbέλια των ανθρώπω να τόνε πιάσουσι να ενή ρεζίλι; -Μα ένα d' εδά θα...” Di=τι, κάτι, ν' ακουστή=να γίνη γνωστός, d' εδά=λέγεται ειρωνικώς εδώ...
Κάποιουν τουν τραβούσι του πουτάμ', κι άλλους ίλιγι πιάστι τουν να τουγ γ...
(1915)
Πιάστι τουν να τουγ γ... ή πιάστι τουν να d' βάλουμι ένα ξύλου στουγ κώλου...
Αναγν. λήμμα ποτάμι...
Παρεμφερής καιω...
Αναγν. λήμμα ποτάμι...
Παρεμφερής καιω...
Από τα τριάντα κράτιζε, κι όχι από τα τρία
(1949)
Παρεμφερής γαλλική: Ne pas faire d' economies a bout de chandelle...
Όποιος δεν ακούει γερόντου, πάει δερτόντου
(1914)
Δερτόντου (ντ=d)...
Καλός κακός απότραφος, πέdε δέκ' ανέμους απαdά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Κοdέβγου dα Νικολοβάρβαρα. Τη Gυριακή ει΄d' Αϊ Αdριά. Στσι τρϊλαdα, λέει, τ΄Αdρϊα και στσ' εξε του Νικόλα...
Ήρθανε τ' Απολάκια
(1963)
Το λένε οι βοσκοί, σαν αστείο, επειδή την περίοδο αυτή αρχίζει να λιγοστεύη το γάλα και επομένως και το ειδόδημά τους. Την ημέρα των Αγίων Αποστόλων διακόπτουν το συνεταιρισμό τους, ακολουθεί λοιπόν ξεκούραση. πχ. Ήρθα d' Αποστολάκια και θα πάη κάθα...
Το 'χω ακουής
(1949)
Το ξέρω εξ ακοής
Τa laxana cinuria fitejje ta, ta palea mi ta sizi
(1950)
Νεοελληνική: Φύτεψε τα λάχανα τα καινούρια, τα παλιά μην τα ξεριζώσης
To poddi PPLOSI kanni kako = Ο πολύς O ύπνος κάνει κακό = Il dormiz molto la male
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
To cumidi poddi kanni kako = Ο πολύς ύπνος κάνει κακό = Il dormiz molto la male
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Βόνα Καλαβρίας
Tis pianni jineka kanni kala, tis pn 'e ppianni kanni kajo
(1950)
Νεοελλ. Όποιος παίρνει γυναίκα, καλά κάνει· όποιος δεν παίρνει καλύτερα. Ιταλ. Chi piglia moglie, fa bene ; cgi non la piglia fa meglio. καlo=κάλλιο
Motti 'on vescovo 'o ppinάi maneχόttu sto mmilo pάi
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απολίας. Νεοελλ. Σαν ο πίσκοπος πειναει, μοναχός του στο μύλο πάει. Ιταλικ. Quando i vescovo ha fame, da se al molino va
San o piskopo pinai, manaχόndu sto mmilo pάi
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Βονα Καλαβρίας
Passo kombo ercete sto fteni = Κάθε κόμπος έρχεται στο χτένι = Ogni nodo viene al pettine
(1950)
Από τους Ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Ti ccymate dem bianni azzalia = Όποιος κοιμάται δεν πιάνει ψάρια = Chi dorme non piglia pesci
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Βόνα Καλαβρίας
I eje pasi panda sta zunaria
(1950)
Zunaria = ζωνάριον, ζώνη, Νεοελλ. Οι γίδες πάνε πάντα στους κρημνούς, Ιταλ. Le capre vanno sempre nei precipizi
Τi ppianni jinekα καnni καlα, ti dden dim βianni καnni καlo
(1950)
Νεοελλ. Όποιος παίρνει γυναίκα, καλά κάνει· όποιος δεν παίρνει καλύτερα. Ιταλ. Chi piglia moglie, fa bene ; cgi non la piglia fa meglio. καlo=κάλλιον
Tis plonni e ppianni afsaria = Όποιος κοιμάται δεν πιάνει ψάρια = Chi dorme non piglia pesci
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Kαθα kombo erkete sto steni = Κάθε κόμπος έρχεται στο χτένι = Ogni nodo viene al pettine
(1950)
Από τους Ελληνοφώνους της Βόνα Καλαβρίας
Τι bbάι amalo pai καlό = Chi va piano, va sano = Όποιος πάει σιγά, πάει καλά
(1950)
Amαlό = εκ του ομαλός
I kali jineka δen exi δe lucci δe aftia
(1950)
Νεοελλ. Η καλή γυναίκα δεν έχει ούτε μάτια ούτε αυτιά . Ιταλ. La buona moglie non ha ne occhi ne orecchi
Ωχ' άdρα μου, και κρίμας νάχης τα δυο σου μάθια
(1963)
Ήτονε, λέει, καμμιά, κι' ήτονε κακιάς διαγωγής και τόλεε d' αdρούς τση. Τον ήθελε στραβό, ιά να μη dη θωρή, είdα κάνει...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Bο αξάμ' dιdίν χαβάσι γιάρ ναξάμ, gελίν χαβασί
(1940)
Δηλαδή, απόψε η βραδυά είναι τρεμούλα, κρύα αύριο θα γίνω νύφη...
Μια γριά την είπανι πως θα d; bαdρέψουνι. Θα σι παdρέψ΄μι μι συ θα ξιγυμνωθής κι θα πιράσ΄τ΄νύχτα σ΄στη dαράτσα. Άμα bορέσ κι ξμερωθής, θα σι παdρέψωμι. Πήγ΄αυτήνη, έβγαλε τα ρούχα τς ήβγι στη dαράτσ΄απάνου. Αυτή κρύωνε κι χόρευε να ζισταθή κι ήλεγε...
Μια γριά την είπανι πως θα d; bαdρέψουνι. Θα σι παdρέψ΄μι μι συ θα ξιγυμνωθής κι θα πιράσ΄τ΄νύχτα σ΄στη dαράτσα. Άμα bορέσ κι ξμερωθής, θα σι παdρέψωμι. Πήγ΄αυτήνη, έβγαλε τα ρούχα τς ήβγι στη dαράτσ΄απάνου. Αυτή κρύωνε κι χόρευε να ζισταθή κι ήλεγε...
Τ' Αϊ Αdρϊα και τα τάχερα κρϋα
(1963)
Δηλαδή η πρώτη εντύπωση επηρεάζει αποφασιστικά το σχηματισμό καλής ή κακής γνώμης για έναν άνθρωπο. Καμμία λέ, ήλεε d' αdρούς τση πώς κουράζετ' εκείνη πιο πολύ παρά κείνο είdα κάνει, λέει και καλά; “Ωώώώώώ τα βουδάκια μου...” Λέγεται ολόκληρο με την...
Μια φορά ήμουν άγγελος τώρ' αγγελίζουν άλλοι στη βρύση πόπινα νερό τώρα πίνουν άλλοι. Τη βρύση πόπινα νερό, τώρα την πίνουν άλλοι.
(1941)
μάνα τ, τόσο ιναdινά δε dο σbάθαγε η μητρυιάτ. Ακόμα κι απ΄το τσεσμέ πγ είχανε μεσ' στν αυλή τς, δε d άφνε να πιη νερό, να μη τονε τσαλέψ. Τότες θμήκε τς μάνας τ τα χάδια, καίγ είπε αυτό το λόγο...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στη μεθύρα
(1963)
Δηλαδή, έμεινε έκθετος...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Άνεμος στηγ κόκας σου
(1940)
maniche, le camiecce di seta lavorate col telaga in Cipro, sandeli con legami per scarpe, usavano catene d' oro all cllo, e sulle braccia perle o giojelli. Sullla koca una tualetia the pareva un casco flotanti in dietro. Questo dava alla donna un...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
gαι δε dάβρε gαλοϋαλισμένα και 'ια να μη φά d' αχείλια dου οι φλούδες, τα ξεφλούδα gι ήριχτε τζι φλούδες εκειχάμαι επά τα σύκα δε dα ξεφλουδούνε και περίσσα δα τα πρωτοϋάλιστα, που δεν είν' ακόμα κανείς bουχτισμένος. Εδιάηκε λοιπό ο Κορές ταχειά ταχειά...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Tis pao assadia pai καlα = Όποιος πάει σιγά πάει καλά = Chi να piαnο, να sαnο
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλιάς
To siddo ti alestai den danganni = Το σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκάνει = Il cane che abbaia non norde
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
To siddo pu alifta 'ph dakkanni = Το σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκάνει = Il cane che abbaia non norde
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Tis alatrei me aleae e kkani podi sitari = Όποιος με γελάδες οργόνει, πολύ καρπό δεν κάνει = Chi con vacche ara, molto grano non fa
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Ti me vuθulie alanni poddi karpo den ganni = Όποιος με γελάδες οργόνει, πολύ καρπό δεν κάνει = Chi con vacche ara, molto grano non fa
(1950)
Vuθulie = βους θήλεια. alanni = ελαύνω (βλ Λεξ. Δελτίον 3, 97...). Από τους ελληνόφωνους της Bova Καλαβρίας
Arcobaleno to porno emba sto spiti, arcobaleno atto vrai emba sto polemisi
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Motti vzexi me ton ijo ourmajutte i alipune = Σαν βρέχει με τον ήλιο, παντρεύεονται οι αλεπούδες = Quando piore col sole, si sposano le volpi
(1950)
Από τους ελληνόφωνους του Zollino της Απουλίας
San evrexi me ton ilo prandeguonde i alupude = Σαν βρέχει με τον ήλιο, παντρεύεονται οι αλεπούδες = Quando piore col sole, si sposano le volpi
(1950)
Από τους ελληνόφωνους της Βονα Καλαβρίας
Pos ene h izza ercete i izzaredda = Όπως είναι η γίδα γίνεται το κατσίκι = Com' e la capra viene la capretta
(1950)
Izza = από το αιγίτσα
Liri ti ppuri mbika sti mmoni, liri ti ννταδία mbika stin dulia
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
Ti fenni me tin nista den ganni tsikkinia = Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει ποκάμισο = Chi tesse di notte non fa camicia
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
Tis feni nifty e kkanni madi = Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει ποκάμισο = Chi tesse di notte non fa camicia
(1950)
Από τους ελληνόφώνους του Zallino της Απουλίας
I izze ipane panta stes tajae = Οι γίδες πάνε πάντα στους κρημνούς = Le capre vanno sempre nei precipizi
(1950)
Izze = αιγίτσαι, tajae = ιταλική tagliate
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
μάθια μου, λέει, να το δω δε dο πιστέβγω. Κάνει λοιπό ο διάβολος. «Και όμως, κερά μου, ήμου μες στο bοκάλι». Λέει «αδύνατο, και με τα μάθια μου να το δω !». Λέει, τώρα, λέει, που θα το δης, θα το πιστέψης. Σαρτένει λοιπό μάνι-μάνι απού τσινώμοι d...