Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 317
Τον ζυμωτόν εις την αρχήν να τον φυλάγης, και όχι εις το τέλος
(1949)
Παρεμφερής παροιμία της γαλλ. Ce n' est que le premier par qui coute...
Ούλο με b'dολογούσε
(1943)
Μου έρριχνε πουντους, λόγια διφορούμενα
Κάνω γώ κι ας είνι σκόλ' ν' μη φανούν d' αdρού μ' οι κώλ'
(1940)
Κάνω = γνέθω, κάνω ρόκα
Ούλο b'dολο' ιτ'κα λόγια μούλεγε
(1943)
Διφορούμενα, πειράγματα
Που τε b'λούν το νο, να πα τεν αγοράσεις!
(1943)
Τόσο κουτός που είσαι!
Ανεμομαζώματα, δαιμονοσκορπίσματα
(1943)
Ιστορία Σκύρου, σελ. 166, Κατζιούλη 214(φ. 9α) και Παπαγεωργίου...
Όπου έχει άσπρο στο πουγγί, πτάνει ψάρια στο βουνί
(1949)
100 άσπρα = 1 παράς
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Αγαπά τα ξ'νά
(1943)
Πάσα αρκή δυσκολία
(1948)
Κάθε αρχή είναι δύσκολη
Αγέρα κοπανίζει!
(1943)
Δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει, ματαιοπονεί
Από δήμαρχος κλητήρας
(1943)
Από μακριά τσ' αγάπη
(1943)
Παραμφερής, Βάρνερ Συλλογή Ελληνικών παροιμιών, φίλος
Τούρζιξε τ'ν αβανιά
(1943)
Τον κατηγόρησε άδικα, τον συκοφάντησε
Πέθανε στα γέλια
(1941)
Έσκασ' στα γέλια
(1941)
Χίλιοι στ' άσπρο!
(1943)
Περοφρον. Άνθρωποι που δεν αξίζουν τίποτα
Χρόνε τσαι πάλι αρχή
(1943)
Λέγεται για επιμονή φορτική
Φτου τσ' απ' την αρχή
(1943)
Ο άσπρες, μαύρες γίνεται;
(1943)
Ερμηνεία: δεν αλλάζει κανείς φυσικό
Έχει τ' αστζικά του!
(1943)
Ερμηνεία: τα νεύρα, τη λόξα του
Βγήτσε ασπροπρόσωπος!
(1943)
Δεν απόμ'νε ρ'θούνι!
(1943)
Ο κουφός νικά τον στράνιον
(1949)
Στράνιος ή στραβόξυλος
Κάθε αρνίμ που τα πισινά του πόδκια εν τα κρεμμαστή
(1940)
Κρινόμεθα ανάλογα με τας πράξεις μας
Στ' ς εννιά Μαρτίου μ' δε στσύλος κούdουρος στ' αbέλι δε χουρεί
(1943)
Ερμηνεία: Γιατί τα κλήματα έχουν ανοίξει, κι' όποιος μπει, χαλά τα τρυφερά βλαστάρια
Όποιος στον μήλον μπαίνει αλευρωμένος πάντα βγαίνει
(1940)
Συλλογή μαθητής Ανδρέας Κυπριανού
Αν δεν δουλέψης νέος θα δουλέψης γέρος
(1940)
Συλλ. μαθήτριας Σταυρινή Ξενή
Έπεσαν τ' άστρα κι εφαάν τα τα τζανασάρια
(1941)
Τζανασάρια = λύκοι
Το φίδ σα δε το πατίϊς τν ορά τ, δε σε δαgάνι
(1941)
Ερμηνεία: Επί των απερισκέπτως ενοχλούντων τους κακούς και ζημιουμένων
Τον ατζίγγανο το gάναν βασιλέ, Άμα 'δε τα ξύλα, είπε: - Για 'δε ξύλα για κάρβνα
(1940)
Ατζίγγανο = ή τον καρ'νοκαύτ'
Άντρας άψιμο, παιδία παίδεψες
(1940)
Ο άντρας φωτιά, τα παιδιά παιδεμός//Λέγεται από τις γυναίκες (συζύγους) και τις μαναδες. Οι πρώτες για τους άντρες τους, οι δεύτερες για τα παιδιά τους. Όλες για τις απαιτήσεις που έχουν άντρες και παιδιά και για τη σκλαβιά ...
Παπά παιδί δκιαόλου αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Πιστεύεται ότι τα τέκνα των ιερέων είναι συνήθως πολύ έξυπνα
Εβκαλέμ με άσσον τζαί τριαντάνα
(1940)
Εκ του σχετικού παιγνιδιού με χαρτιά
Τον γάδαρον τον κόντρην τσηλάτον σάμα
(1940)
Συλλ. μαθητής Ευάγγελος Γεωργίου
Όποιος μπιστεύγεται τον κώλον του, χέζει το βρακίν του
(1949)
Qui culo suo fidit bracas concacat
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα
(1940)
Συλλογή μαθητής Ανδρέας Γ. Κιρκιλλής
Άμα ρίξη στραοπελέchιν κάμνει σαράντα μέρες να βρέξη
(1945)
Σαν πέση κεραυνός, σταματά η βροχή και βρέχει μόνοςν μετά σαράντα μέρες
Τ' άλλο; Το φαγε η Κάλω
(1941)
Λέγεται υπό του διηγουμένου, όταν δεν προσέχουν εις τους λόγους του και δυσαρεστήθη, διότι τον ξαναρωτούν. 179, 118
Δέ θέλι τ' αλλνού το τοσονά
(1941)
Δέν καταδέχεται να κλέψη το παραμικρόν. 145, 117
Πολλοί νεκροί που κάθονται στ' αρρώστου το κεφάλι
(1940)
Το λεν όταν πεθάνη κάποιος που περίμενε να πεθάνη άλλος που ήταν άρρωστος
Άσπρο χαρτί, μαύρα γράμματα
(1941)
Επί των αγνοούντων το περιεχόμενον δικαστικής αποφάσεως
Άσπρορ ρούχον, πρόσωπο της πουτάνας
(1940)
Ερμηνεία: Το λευκού χρώματος ύφασμα κηλιδώνεται αμέσως
Άλλα κι άλλα τα μεγαλα
(1941)
Λέγεται εις τους κατηγορούντας διά μηδαμινά παραπτώματά τους άλλους ενώ οι ίδιοι κάμνουν τα χειρότερα. 45, 120
Αντζελοείδε
(1940)
Πιστεύεται ότι οι σπασμοί που καταλαμβάνουσι τους ασθενείς προέρχονται από τον φόβον τους αντικρύζοντας τον άγγελον θανάτου. Λέγεται προς έκφρασιν υπερβολικού φόβου
Σαν τον ατσουπάν
(1940)
Ιστορική
Φτου τζαι που καναπαρκής
(1940)
Κατά μύθον δια τους καλογήρους εγερθείσης διαφωνίας ως προς τον αριθμόν που επετεύχθη επί τεθέντος στοιχήματος ο καλήγηρος πεποιθώς δια την νίκην απέσβεσε τον σημειωθέντα αριθμόν ειπών ως ανωτέρω. Λέγεται όταν είναι ανάγκη ...
Αρκή του παραμυθκιού καλησπέρα σας
(1940)
Συνήθης αποστροφή μικρόν πριν διηγηθώμεν παραμύθιν, ή κατά την διήγησιν περιπετείας, επί το ευθυμότερον
Αγ κακοπλύνεις μεμ πλήξεις, ούτ' αγ κακαζυμώσης αμ πάρης άντραν άσσημον, τότε να μαραζώσης
(1940)
Ο δύστροπος και με ελεεινάς συνήθειας σύζηγος καθισ΄τα αβίωτον την ζωήν της γυναικός του
Μήτε αστάριν του σάκκου μου
(1940)
Το “αστάριν”, φόδρα ενδύματος, δεν προσθέτει καμμιάν εις τούτο αξίαν. Λέγεται προς ένδειξιν εσχάτης περιφρόνησεως
Εβγήκα ασπροπρόσωπος
(1940)
Λέγεται δι' όσους από δύσκολον θέσιν κατώρθωσαν να εξέλθωσιν χωρίς να ζημιωθώσι ουδ' επ' ελάχιστον χρηματικώς ή ηθικώς
Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα είναι παντοδύναμο
Όdες δειπνούν οι γιάρχοdες, οι γύφτοι μαγερέβ'νε
(1943)
Ότι δεν μπορεί κανένας, άμα δεν έχει τ' απαιτούμενα, να φανή εγκαίρως συνεπής στας υποχρεώσεις του
Φέρνει τον κατακλυσμό
(1949)
Άσπορος να μέμ μείνης, τς άθερος έμ μεινίσκεις
(1940)
Όταν σπείρης θα έχης πάντοτε μικράν ή μεγάλην απόδοσιν, ενώ αν μείνης άσπορος ουδεμίαν εσοδείαν θά έχης
Μείνε ρκά ξησκούφωτη, ώστι νάρτ' ο Μάς να σκουφωθής
(1940)
Το σκούφωμα συνηθίζεται από τους χωρικούς τον χειμώνα διότι θερμαίνει. Εν τούτοις χρησιμοποιείται ως προφυλακτικόν δια τον ήλιον και το καλοκαίρι
Άθθρωπουν από γεινιάν κή σκύλλουν από μάντραν
(1941)
Προκειμένου να εκλέξης άνθρωπον ή ζώον μη αρκείσαι εις την εξέτασιν μονόν του ατόμου, αλλ' ερεύνησον και την προέλευσιν αυτού
Γειά σου γέρο! Ασκιά μουσκεύω
(1940)
Σπέρω (πολλά)
Η ακαμωσιά γυμνώνει κώλους
(1949)
Έπρεπε το γιαίμα τ' πίστα
(1943)
Εκεδικήθη, του ανταπόδωσε τα ίδια
Εκάμεν τον απ' άσπρου
(1949)
Όποιος δεν εστιμέρει τ' άσπρο, τ' άσπρο δεν αξίζει
(1940)
Στιμάρω=εκτιμώ, υπολήπτομαι, υπολογίζω, λογαριάζω
Άμα έχ' ατζίγγανους βράσμα, ε gοιμάται
(1940)
Για κείνους που άν έχουν κάτι, δεν το φυλάνε αλλά όλο τσιμπάνε
Κάθε αρνίμ που το τσουνάριν του εν να κρεμαστή
(1940)
Τσουνάριν το, είναι το άκρον του πισινού ποδιού του προβάτου
Εταίριαξαν τ' άστρα ντως
(1949)
Το λένε για τ' αγαπημένα αντρόγυνα, επειδή πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος έχει και το άστρο του
Του αρρώστου η βούκκα φαίνεται
(1940)
Ο ασθενών γίνεται αντιληπτός από την έκφρασιν του προσώπου του