Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 59-78 από 89
-
Πέρσ' ψόφ'σε φέτο βρώμ'σε
(1937)Όταν κανείς ήθελε ν' ανακινήση παλαιά υπόθεση, που είχε ξεχαστή από όλους -
Ποιος παπάς, ποιος σύντεκνος
(1937)Ερμηνεία: Όταν ήταν κάτι τι πολύ λίγο, από το οποίο έπρεπε να φάγουν ή να πιούν πολλοί -
Πως τ΄ ανεβαίνουν τα βουνά και πως τα καγγελίζουν ... οι καημένοι οι φτωχοί!
(1937)Ερμηνεία : Αυτή η ιστορία ήταν ειρωνική για τους νεοπλούτους, οι οποίοι προσποιούνταν τον λεπτεπίλεπτο και δεν μπορούσαν να βαδίσουν ανηφορικούς δρόμους και να κάνουν βαρειές δουλειές, τις οποίες όμως πριν πλουτήσουν ... -
Σα μ'τζούρ'κο σκ'λί
(1937)Όταν κανείς λερώνεται, χωρίς να το καταλάβη, λέγει ο ίδιος την παροιμία: Γίν'κα σα μ'τζούρ'κο σκ'λί, δηλαδή όπως ο σκύλος όταν μουτζουρωθή -
Σαν έκαμνανα ούλες οι μέλισσες μέλ', θαλά κάμνα κ' οι σκατομπουρμούν'
(1937)Σκατοbούρbουνοι ή κερατάδες ήταν τα μεγάλα μαύρα μαμούδια, τα οποία κατά τους θερινούς μήνας κυλούσαν μέσα στους αγροτικούς δρόμους βώλους από τα περιττώματα των ζώων. Θέλει να πη ότι ο κάθε άνθρωπος δεν είναι και ικανός ... -
Σαράdα πάν', σαράdα κάτ'
(1937)Πίστευαν για τον κοκίτη, ότι επί σαράντα ημέρας οξύνεται και επί σαράντα καταπραΰνεται -
Σαράdα φας, σαράdα πιής, σαράνdα δώσ' για την ψυχή σ'
(1937)Λέγονταν την ημέρα των αγίων Σαράντα Μαρτύρων, διότι αυτήν την ημέρα ζύμωναν κι έψηναν στο σάτσι αλαγίτες και ήταν συνήθεια να μοιράζουν και για την ψυχή τους -
Σκάλες κατεβάζ' σκάλες ανεβάζ'
(1937)Εννοείται ο Θεός, ο οποίος εξυψώνει και καταβαραθρώνει τους ανθρώπους -
Σούdαι μ'λιές, σούdαι φ'τειές, σούdαι κι' οι κουκουροφ'τειές
(1937)Ελέγετο όταν καμμιά γυναίκα της κατωτέρας τάξεως, προσπαθούσε να μιμηθή τον στολισμόν και τας πράξεις των πλουσιοτέρων της -
Τ' Λεμονή τ' αbέλ' λο τ' Παμπούρ η φ'τγειά γομίσανε οι κάδοι κι' όλα τα βουτσιά
(1937)Το τετράστιχο αυτό το έλεγαν οι Αυδημιώτες ειρωνικά, γιατί αυτά τ' αμπέλια ήταν τα μικρότερα συνέπιπτε δε και ν' αντικρύζουν -
Τα κακομαζωμένα μ' σα κι μ' σα κι τα κακομαζωμένα, πάει η νοικοκύρ'ς μαζί
(1937)Ο λαός πιστεύει αφ' ενός ότι το άδικο πληρώνεται αφ' ετέρου έχει υπόψη του πόσο δύσκολα μπορεί να διατηρηθή μια περιουσία, έστω και με κόπους αποκτημένη -
Τάχα 'μνα νιος, τάχα μ' να νια, ταχά μ' να παλλικάρι τάχα δεν εταξίδεψα τη νύχτα με φεγγάρι;
(1937)Το παροιμιώδης αυτό τραγουδάκι το έλεγαν οι ηλικιωμένοι στους νέους που ενόμιζαν ότι εκείνοι πρώτοι στον κόσμο ζουν και διασκεδάζουν και περιφονούσαν τους γέρους -
Την αγροικιάν τη ρώτησαν “πόσες οκάδες είναι”, και εκείνη αποκρίθηκε “Βασίλισσα θα γίνη”
(1937)Ήθελαν να πούν ότι οι νουνεχείς και οι σώφρονες είναι ολίγοι, εν αντιθέσει προς τους ανοήτους, οι οποίοι πλεονάζουν -
Τι γυρεύ' η γιαλεπού στο παζάρ' ;
(1937)Η παροιμία υτή έχασε την αρχική σημασία, η οποία είναι οτι η αλεπού κάμνει τις δουλείιές της ύπουλα και κρυφά και όχι δημόσια. Τώρα εξελίχθηκε σε παροιμία τιμητική και κολακευτική για τους ανθρώπους εκείνους που ζούν ...