Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 5-24 από 89
-
Δ'λειά κι' όχ διαβολιά
(1937)Οχ = όχι, διαβολια = πονηριά. Δηλ ο άνθρωπος εξασφαλίζει καλλίτερον την ζωήν του διά της εργασίας και όχι διά της οκνηρίας και πονηριάς -
Δυό, κουμπάρε, στήν ελιά
(1937)Μιά κουμπάρα συνεβούλευε τόν κουμπάρο της, πού τόν είχε καλέσει εις γεύμα, νά τρώγη δύο βούκες εις κάθε μία ελιά. Ελέγετο ως συμβουλή εις τά παιδιά διά νά τρώγουν λίγο-λίγο το φαγητό των. Ελέγετο καί όταν κανείς είχε διπλήν ... -
Ένα χρόνο κι' ένα μήνα έγνεθ' ένα 'δράχτι νήμα τι 'βανε και στο ραφάκι το 'φαγε τι ποντικάκι
(1937)Για όσε ήταν ακατούνευτες (ανίκανες) και μολονότι ασχολούνταν πολύ χρόνο για ένα έργο, δεν κατόρθωναν παρά μικρά πράγματα, τα οποία ήταν και ανίκανες να τα διατηρήσουν -
Έτσ΄ καθώς γίν΄καμε, μαρή γ΄ναίκα, η εσύ να πεθάνης ή εγώ να χηρέψω
(1937)Μάλλον αστείο, που λεγόταν μεταξύ των συζύγων σε στιγμές αμηχανίας -
Έχ' κι' φρόνιμ' για τσ' τιρλλοί
(1937)Ελέγετο ως απειλή για κείνους που εξεδήλωναν διαθέσεις να κάμουν αυθαιρεσίες και παρανομίες προπαντός δε πράξεις ανάρμοστες μ τα ήθη του χωριού -
Έχουμε και σ'ν άκρ' αbέλ' και στου Τσαναξή χωριό
(1937)Αμπέλι στων άκρα στην άκρα δεν μπορούσε να θεωρηθή αξιόλογο. Το δε Τσανακσή ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι στον κάμπο -
Είναι κι άνθρωπος στο παρά, είναι και πέντε στ' άσπρο, είναι και άλλοι μερικοί, π' αξίζουν ένα κάστρο
(1937)Με την παροιμία αυτή διατρανεύουνταν η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων (Κάστρο = Φρούριο, αλλά και πολιτεία) -
Η γίδα όταν θέλ΄ να φάη ξύλο, πάει και ξέται σ΄ τζουμπάν΄ το dεγνέκ(ι)
(1937)Το έλεγαν για τα παιδιά, όταν ενοχλούσαν τους μεγαλυτέρους των, ζητώντας πράγματα που δεν ήταν δυνατόν να τους δοθούν, ή απλώς τους πείραζαν για να τους κάμουν να θυμώσουν -
Η ζούλεια νά 'ταν ψώρα θα λα γεμίσ' η χώρα
(1937)Την έλεγαν συνήθως διά τα παιδιά, που ζήλευαν αναμεταξύ των -
Η Θεός αψηλά είναι, αμά χαμ' λά βλέπ'
(1937)Συνήθως ελέγετο όταν κάποιος, άλλοτε ισχυρός και άδικος εδυστυχεί -
Η καθένας για τον εαυτό τ' , ο Θεός για όλους
(1937)Το έλεγαν για να μη βοηθήσουν ανθρώπους δυστυχείς, προς τους οποίους είχαν κάποια ηθική υποχρέωση -
Η κατάρα είναι γαϊδάρα κι πάει στου ν'κοκύρ'
(1937)Την έλεγαν για εκείνους που καταργιούνταν τους άλλους και πάθαιναν οι ίδιοι. Έλεγαν δε γαϊδάρα, από την ανυποληψία που έτρεφαν σ' αυτά τα εργατικά και χρήσιμα ζώα -
Η νύφ' μας η καματερή του Σαββάτ' από βραδύ
(1937)Όταν καμιά νεόνυμφη ήταν οκνηρή, κα ιτις δουλειές τις ανέβαλε διαρκώς για την τελευταία στιγμή -
Ή εσύ να πεθάν΄ς ή εγώ να χηρέψω
(1937)Μάλλον αστείο που λέγονταν μεταξύ των συζύγων σε στιγμές αμηχανίας. Πάντοτε όμως λέγονταν, ότι κάποιος άλλος το είπε. Π.χ. “Που μας ήρτανα τα παραμύθια, που κι ο Α έλεγε : Έτσι καθώς γίν΄καμε, μαρή γ΄ναίκα, ή εσύ να πεθάνης ... -
Ηύρε η νύφ' του γυνί πίσω σ' bόρτα
(1937)Η παροιμία αυτή που συνηθίζονταν πολύ στο Αυδήμι, προέρχεται από την εποχή που υπήρχε γεωργία στο χωριό. Γιατί τα τελευταία χρόνια, που έλειπε ολότελα η γεωργία και συνεπώς και τα γεωργικά εργαλεία, ήταν αδύνατο να εξηγηθή ... -
Θάμασμα, μωρέ Μανώλ', δυό σταφύλια σ' ένα κλήμα!
(1937)Η παροιμία αυτή λέγοταν ή με προσποιητό θαυμασμό ή ερωτηματικά, και αφορούσε τοις ανθρώποις οι οποίοι εκπλήττονταν με σύνηθη πράγματα -
Θε να σε κάμω 'να βρακί κόκκινο και σαλένιο όποτε θέλω να το 'χω κι όποτε να το δένω
(1937)Το έλεγαν για λογαριασμό του τρίτου, ο οποίος ήθελε να έχει υποχείριον κάποιον άλλον. Κ λέξη σαλένιο σημαίνει μάλλινο -
Θέλ΄ να το ΄χ το κούτελο να κατεβάζ΄ ψείρες
(1937)Δηλαδή : ο λαός πιστεύει ότι ο άνθρωπος γίνεται ό,τι από φύση του είναι