Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 34-53 από 89
-
Μεσ' σ' θάλασσα θα τ' νή β'τήξω
(1937)Λεγόταν από τις μάννες που τα παιδιά τους τύχαινανε να ερωτευτούν κορίτσια όχι άμεπτων ηθών -
Μην τα κ'μνες, γαϊδάρα, να μη στα τραγουδώ. Μήτε παπά φοβούμαι, μήτε πνευματικό
(1937)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Μιγάλο το καράβ' μιγάλα τα νερά τ' μ'κρό το καράβ' μικρά τα νερά τ'
(1937)Εννοούσαν ότι οι ευκατάστατοι έχουσι και περισσοτέρους κινδύνους και μεγαλυτέρας φροντίδας -
Μπαμπά μ', όταν μ' ορμήνευες, εβδομηdαδυό τσι μετρούσα
(1937)Λεγόνταν για τους νεαρούς και αργοσχόλους ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να κουράσουν τη σκέψη των -
Μπαμπά μ', όταν μ' ορμήνευες, εβδομηdαδυό τσι μετρούσα σ' μ'λαριού μας
(1937)Λεγόνταν για τους νεαρούς και αργοσχόλους ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να κουράσουν τη σκέψη των -
Να 'σαι καλά του Άγουστο που 'ναι παχειές οι μύγες
(1937)Κοροϊδία και ένδειξη δυσανασχετήσεως για την παχυδερμία ωρισμένων ανθρώπων που ενόμιζαν ότι εξωπλήρωσαν το καθήκον των προς άλλοις, κάμνοντας κάτι που εύκολο που θα το κάμναν κ χωρίς να έχουν καμία υποχρρέωση -
Να κάμ'ς κόκκιν' σακκούλα
(1937)Ήταν ειρωνεία για εκείνους που εδάνειζαν και δεν επρόκειτο να τα πάρουν. Το κόκκινο ήταν κάτι το πανηγυρικό. Λεγόνταν και για εκείνους που περίμεναν να εισπράξουν αμφίβολα κέρδη -
Να κατεβάζ' η Παρνασσός, κι να κόβ' η Άγιο Τρύφωνας
(1937)Παροιμία παρόμοια με την: “Θέλ' να το χ' η κούτρα να κατεβάζ' ψείρες” η οποία όμως δεν ήταν σε μεγάλη χρήση στο Αυδήμι, όπως η πρώτη -
Ξένος πόνος, ξέν' έννοια
(1937)Στην περίπτωση αυτή, ο ξένος είναι ο φίλος ή ο συγγενής ή ο γείτονας, γιατί αν ήταν ολότελα ξένος, δεν θα γίνονταν καν λόγος -
Ξένος πόνος, ξώδερμα
(1937)Όσο δηλαδή και αν μας επηρεάση ο ξένος πόνος, δεν είναι δυνατόν να μας θίξη καίρια -
Ξένος πόνος, ξώπετσα
(1937)Όσο δηλαδή και αν μας επηρεάση ο ξένος πόνος, δεν είναι δυνατόν να μας θίξη καίρια -
Ξέχαρτζα και δίχως χάκ(ι) και παπουτσια από τ' ράχ(η)
(1937)Όταν κανείς πήγαινε να δουλέψη κάπου και δεν επρόκειτο να πληρωθή ή να αμειφθή ελάχιστα. Χάκι ήταν ο μισθός, χάρτζι το χαρτζηλίκι, δηλαδή, κάτι το έκτακτο. Και ο εν λόγων όχι μόνο δεν θα έπαιρνε μισθό και χαρτζηλίκι, αλλά ... -
Ο Γάνδι και η Χώρα και το μισό τ' Αυδήμ'
(1937)Την έλεγαν χαριεντιζόμενοι. Υπάρχει δ' ευρύτατη διάδοση ότι ένα δεσπότη αφώρισε τα χωριά αυτά. Μερική μη Γανοχωρίτες, αποδίδουν τον αφορισμό εις την ελευθερία που είχαν μεταξύ τους οι αρραβωνιασμένοι εις τα χωρία αυτά. ... -
Ο λύκος κι' αν εγε΄ρασε κι' άλλαξε το μαλί του, μήτε τη γνώση τ' άλλαξε μήτε την κεφαλή του
(1937)Την έλεγαν, όταν κανείς έφθανε εις ώριμον ηλικίαν και εξηκολούθει να είναι ο ίδιος -
Όρτσα (φόρτσα;) να πάγω, πνίγομαι, γεμάτα δε γλυτώνω
(1937)Όταν κανείς περιήρχετο εις δυσχερή θέση και δεν υπήρχε ουδεμία διέξοδος -
Όσα σεριν' η σκούπα
(1937)Τον είπε ό,τι κακό και χυδαίο, καθόσον η σκούπα σερνει όλες τις ακαθαρσίες