Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 72-89 από 89
-
Τ' Λεμονή τ' αbέλ' λο τ' Παμπούρ η φ'τγειά γομίσανε οι κάδοι κι' όλα τα βουτσιά
(1937)Το τετράστιχο αυτό το έλεγαν οι Αυδημιώτες ειρωνικά, γιατί αυτά τ' αμπέλια ήταν τα μικρότερα συνέπιπτε δε και ν' αντικρύζουν -
Τα κακομαζωμένα μ' σα κι μ' σα κι τα κακομαζωμένα, πάει η νοικοκύρ'ς μαζί
(1937)Ο λαός πιστεύει αφ' ενός ότι το άδικο πληρώνεται αφ' ετέρου έχει υπόψη του πόσο δύσκολα μπορεί να διατηρηθή μια περιουσία, έστω και με κόπους αποκτημένη -
Τάχα 'μνα νιος, τάχα μ' να νια, ταχά μ' να παλλικάρι τάχα δεν εταξίδεψα τη νύχτα με φεγγάρι;
(1937)Το παροιμιώδης αυτό τραγουδάκι το έλεγαν οι ηλικιωμένοι στους νέους που ενόμιζαν ότι εκείνοι πρώτοι στον κόσμο ζουν και διασκεδάζουν και περιφονούσαν τους γέρους -
Την αγροικιάν τη ρώτησαν “πόσες οκάδες είναι”, και εκείνη αποκρίθηκε “Βασίλισσα θα γίνη”
(1937)Ήθελαν να πούν ότι οι νουνεχείς και οι σώφρονες είναι ολίγοι, εν αντιθέσει προς τους ανοήτους, οι οποίοι πλεονάζουν -
Τι γυρεύ' η γιαλεπού στο παζάρ' ;
(1937)Η παροιμία υτή έχασε την αρχική σημασία, η οποία είναι οτι η αλεπού κάμνει τις δουλείιές της ύπουλα και κρυφά και όχι δημόσια. Τώρα εξελίχθηκε σε παροιμία τιμητική και κολακευτική για τους ανθρώπους εκείνους που ζούν ... -
Τι θα γίνουμε άμα δι βρέξ' κι σα βρέξ' που θα bάμε;
(1937)Όταν κανείς βρίσκονταν σε δύσχερη θέση που και εκείνο ακόμη που θα ήταν σε άλλη περίπτωση ευτυχία του, στη θέση του βρίσκονταν ήταν και αυτό δυστυχία του -
Τν αρνή από το ποδάρ'
(1937)Η λέξη άρνησι στην περίπτωση αυτή περικόπτεται και γίνεται αρνή. Και όταν ηχητικώς γίνεται αρνή = αρνί συνδιάζεται με ουσιαστικό συγκεκριμένο: το ποδάρι, το οποίο από την άκρα (αρχή), δηλ. αρνείται εξ ολοκλήρου, δεν ... -
Το γουδί το γουδοχέρ' κι του gόπανο στου χέρ'
(1937)Λέγονταν με νευρικότητα, συνήθως επάνω σε συζήτηση, όταν ο συζητητής επέμενε εις την εσφαλμένη γνώμη του. Φαίνεται δε να προεκύψη από τον μονότονο γδούπο του γουδιού. -
Τον έπιασαν τα ιφτά σκοτίδια
(1937)Όταν ανήγγελαν εις κάποτον μεγάλη ζημιάν του η δυστύχημα απρόοπτο -
Τον έστειλα τον μπακλαβά εξηνταπέντα φύλλα, κείνος δεν μ' αποφάνηκε, τον έτρωγε στα ξύλα
(1937)Ομιλεί η πεθερά ή η νύφη που έστειλε γλύκισμα (μπακλαβά) στον γαμβρό, ο οποίος άξεστος και ιδιοτελής τον έφαγε μόνος του, παίρνοντας μαζί του κάθε μέρα που πήγαινε στο βουνό να κόψη ξύλα (Αποφαίνονταν η νύφη=εμφανίζονταν ... -
Τον έστειλαν τον μπακλαβά εξηνταπέντα φύλλα, μ' αυτός δεν αποφάνηκε, τον έτρωγε στα ξύλα
(1937)Η β' παραλλαγή: τον έστειλαν...λέγεται από τρίτους οι οποίοι σατυρίζουν με τον τρόπο αυτό το αταίριαστο συνοικέσιο (έλεγαν και το μπακλαβί) -
Τσ' γηργιάς του ριζοπίλαφο
(1937)Το ριζοπίλαφο θεωρούνταν κοινό φαγητό. Και όταν επανειλημμένα μιά οικογένεια έτρωγε το αυτό φαγητό, ελλείψει άλλου, το έλεγαν με κάποια δυσφορία -
Φτωχός είν' ή διάβολος
(1937)Ερμηνεία: Το έλεγαν ως απάντηση, όταν κανείς παρεπονείτο ότι δεν έχει περιουσία και εδυσκολεύετο να ζήση. Εξ' ού και το Η Θεός έχ' για ούλους -
Φωτιά 'καψε το σίδερο και συ έκαψες εμένα, κάλλιο να σ' αποκόβουνταν η μάννα που σ' εγέννα
(1937)Συνοδεύεται από κείμενο...