Πλοήγηση Παροιμίες ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 106574-106593 από 135781
-
Σ σο ζεστόν π'εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο κρύον
(1931)Ερμηνεία: Όποιος κάηκε 'ς το ζεστό φύσησε και το κρύο -
΄Σ σο κιφάλι του φέσι ΄κ΄ έχει και ΄ς τον κώλο του καλούπι υρεύει
(1931)Γυρεύει. Ινεπ. Επί πτωχού επιδεικνυομένου -
Σ σο ξένον τ' άολγον πη καβαλλ'κεύ' ογλήγορα κατηβαίν'
(1931)Όποιος καβαλλικεύει σε ξένο άλογο γλήγορα κατεβαίνει -
Σ σο σκατό κ' εεις άτον
(1895) -
Σ σο σκατον ατ νοχούτ εύρεν
(1895) -
Σ σό βαθύν το ποτάμιν να πνίγεσαι
Εν βαθεί ποταμώ πνιγήναι άμεινον. Ερμηνεία: Εξ αξίου ξύλου απάγασθαι, δεί μη φάθλον, αλλ' ένδοξον αποΔεχεσθαι θάνατον -
Σ σό βόδι απουκά μοσκάρι υρεύει
(1931)Αποκάτω από τό βόδι μοσκάρι γυρεύει. Ινέπολη: επί τού ζητούντος ανύρπακτα -
Σ σό δό μα έμαθεν, ς σό να κ' εδεβγάτίστεν
(1881)Ερμηνεία: Επί των ζητούντων πάντοτε ουδέποτε δέ διδόντων. Σημ. Εδεβγάτισεν = επέρασε -
Σ σό δώ μ' α δώ μ' α έμαθεν, 'ς σό να 'κ' εδεβγατίστεν
(1931)Σ το δώσε μου δώσε μου έμαθε, 'ς το πάρε δέ συνήθισε. Κρωμ. Επί του πάντοτε ζητούντος, μή δίδοντος δέ ποτέ -
Σ σό ζεστόν το νερόν απάν' ζεστόν βάλλ'
(1931)Μέσα 'ς το ζεστό νερό βάζει ζεστό. Χαλδ. Επί του υποθάλποντος έριδας. Παραλλαγή: “- ξύν'” (χύνει)