Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Α γαλτζέψει σο γαιρίδι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θα καβαλικέψει στο γαιδούρι -
Α έργο πίκ' τα, τσαι στέρου καυτσήστου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Μια δουλειά κάμε τη, κι ύστερα καυχήσου -
Α νομάτ' 'ς το πρόσωπόν dου 'ίνεται παού
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άνθρωπος, από το πρόσωπο του φανερώνεται -
Α νομάτ' ίνεται 'ς το κατζίν dου παού
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άνθρωπος γίνεται από την κουβέντα του φανερός -
Α νομάτ' να 'κούσει ζ'ναίκας το κατζί, τσαι τσείνο ονομάτ' σαϊλdϊέζεται 'ναίκα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άντρας, αν ακούσει της γυναίκας το λόγο, και κείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα. Μία φορά αρρώστησε η γυναίκα του βασιλιά Σολομώντα. Μια μάγισσα που πήγε να τη γιατρέψει, της είπε : Να πιάσεις όλα τα πουλιά, να ... -
Α νομάτ' τον αφό του νdα κόψει μοναχός του
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άνθρωπος τον αγαλό του να τον κόψει μονάχος του, ας αφήσουμε τον καθένα να κάμει ότι καταλαβαίνει -
Α νομάτ' του τζο τρώ' το μάλιν dου, α βραθεί κανείς νdα φα'
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Του ανθρώπου που δεν τρώει το βιός του, θα βρεθεί κάποιος άλλος να του το φάει -
Α νοματού όνομο σου να βgαίνει, να βgει ο κως του εν gαο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Παρά να βγαίνει τ' λονομα ενός ανθρώπου, καλύτερο είναι να του βγει ο κώλος -
Α νοματού χρεία, σα δύο νομάτοι τζο φτάνει α πομείνουν τσαι τα δύο νηστικά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ενός ανθρώπου το φαΪ στούς δυό ανθρώπους δε φτάνει, θ' απομείνουν κι οι δυό νηστικοί -
Α πάρω το ιπρίχι, α βgώ σο δώμαν bάνου, α πάρω απτάζ
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θα πάρω το μπρίκι, θα βγώ στο δώμα πάνου, θα κάμω τούρκικο αγιασμό -
Α πομείν' το παχάρι, α πομείν' την άνοιξη, α πομείν' το μαθόπωρο το σειμώ που α υπάς; Α κωσ' πάλι σε μας α να ρτεις
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Θα κάμεις υπομονή την άνοιξη, θα κάμεις το καλοκαίρι, θα υπομείνεις το φθινόπωρο, το χειμώνα που θα πας; θα γυρίσεις, θα γυρίσεις, πάλι σε μας θε νάρθεις -
Α σ' έχω σα γουτνία 'πέσου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κούτνι = μεταξωτό -
Α σ' έχω σου κοσά το τσουφάλι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κοσάς = γωνιά, εστία -
Α σε κατεβάσω σο ποτάμι, α σε βgάω διψασμένο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θα σε κατεβάσω στο ποτάμι, θα σε βγάλω διψασμένο. Όταν ένας ήθελε να δείξει στον άλλον πως είναι εξυπνότερός του, και πως δεν πιάνεται με τα λόγια. Τόλεγαν και σε γ' πρόσωπο: Παγάνει σε σο ποτάμι, τσαί φερίνει σε διψασμένος. ... -
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1940)Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ... -
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει -
Α τσαλdήσει τσαί δε μαζ όηλοζ α ημέρα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θα βγει και για μας ο ήλιος μια μέρα. Όταν κανείς περιμένει καλύτερες μέρες. Πόντ. Ακ. αρ. 499 : Χέλπετ' έναν ημέραν ο ήλον κρούει σ' εμέτερα τα λαζούδα κιάν' πα