Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Δώδέκα Αποστόλοι ήτανε κι ο καθένας έκλαιε τον πόνο τυ
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)Επειδή βρέχει κι εστενοχωριόντανε για τις ελιές κι εγώ τους έλεγα για τις σταφίδες της Κεφαλονιάς -
Δώδεκα Απόστολοι ήτανε και καθείς τον πόνο τ' έκλαιγε
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Δώδικα 'ποστόλοι, καθανείς με το gαμό τ΄
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Δώκαν dα πένdε παράδε να χορέψει, τζο χόρεψε. Στέρου, σαμού έβgε σό χορό, δώκαν dα δέκα παράδε να σταθεί, μή χορέψει, τζό στάθη
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Του δώσανε πέντε παράδες να χορέψει, δέ χόρεψε. Ύστερα, σά βγήκε στό χορό, του δώσανε δέκα παράδες να σταθεί, να μή χορέψει, δέ στάθηκε. Όταν ένας στήν αρχή κάνει πώς δέ θέλει κάτι, μά ύστερα δέ μπορείς να τον συγκρατήσεις. ... -
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27 -
Δώσ' μου, κυρά, τον άντρα σου και σύ βάστα τον κόπανο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο -
Δώσε του αφέντη τ' αφεντός,ναν τόνε προσκυνήση
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Οι τυραννικοί είναι και δουλοπρεπείς -
Δώσε του γύφτου κάρβουνα, και για ψωμί εκειός γνοιάζεται
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Γύφτος=ο σιδεράς· Τα κάρβουνα του χρειάζονται για τη δουλειά του -
Δώτσεν bοπουκάτου, έβγην bοπάνου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Χτύπησε από κάτου, βγήκε από πάνου. Για εκείνον που τελειώνει γλήγορα τις δουλειές του -
Δώτσεν dα ά θαλά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Τον 'ριξε μια πετριά.Όταν κανείς με τρόπο προσβάλλει τον άλλον -
Δώτσεν ο Θιός τα κα του
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Έδωσ' ο Θεός τα καλά του -
Δώτσες τα σο στόμα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Το χτύπησες στο στόμα. Όταν ένας πετύχαινε με το λόγο του το σωστό -
Δωμ' κι εμέ και του παιδιού μου κι άντρας μου στην πόρτα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Δωσ' εδώ και δωσ' εκεί, πως θα κάμωμε βρακί;
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου -
Δωσ' μου το ψωμάκι σου, να σου δίνω λίγο, λίγο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Δωσ' μου, κυρά, τον άντρα σου και σύ πιάσε τον κόπανο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)