Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Γριά γαμείς, του σπόρου σ' χάνεις
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Γύρ' σ' η τιτζιρές λι ηύρι του καπάκ'
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Γυναίκ΄ αμίλητη, χρυσή μηλιά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Γυναίκα και γαϊδούρι, με το ξύλ΄ ακούνε
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Γυναίκα και σερνικό γαϊδούρι, μην ψυχοπονιέσαι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956) -
Γυναίκα και χειμωνικό η τύχη τα διαλέει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Χειμωνικό · το καρπούζι. ( Παλαιότερα έλεγαν χειμωνικά τα πεπόνια που κρατούσαν ως το χειμώνα · ύστερα το περιόρισαν στα καρπούζια. Δε φαίνεται πως ο λαός σκέφτηκε το χυμός, ώστε να γράψουμε χυμονικό) -
Γυναίκα και χειμωνικό, η τύχη το διαλέει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957) -
Γυναίκα κοντοκάπουλη...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Γυναίκα που δε θέλει να ζυμώση, πέντε μέρες κοσκινίζει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Γυναίκα Σαμικιά κι ατσάλι βαμμένο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Οι Σαμικές είναι γερές και δουλεύτρες -
Γυναίκας μυστικό μην πήε, και φίλο χωροφύλακα μην κάμης
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή -
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια -
Γω έπα, συ μέτ΄σες
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ ήπια, συ μέθυσες. Όταν άλλος είχε τη στενοχώρια κι άλλος άναβε κι ήταν έτοιμος για καβγά -
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις; -
Γω φτένω τα βάτι σα φσάχε μ': Όνdουνους κορίτσι α πάρει, να κούσει το σάσι τσαι στέρου νdα πάρει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ αφήνω διάτα στα παιδιά μου: Οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν' ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει. Να μην παντρεύεται κανείς, προτού γνωρίσει έστω και λίγο τη γυναίκα που θα πάρει. Εκείνα τα χρόνια ο γαμπρός, ως την ... -
Γώ 'στε τζο γλείφω, να τσιρίξω
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εφγώ κόκκαλα δε γλείφω, για να φωνάξω -
Γώ πααίνω, τα σκόρdα σας ν' αναρευτούν, να πιέσουν τσουφάλε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ φεύγω, ν' αραιώσουν τα σκόρδα σας, να πιάσουν κεφάλια -
Γώ Πλαρινιά Δε θέλω, παρ' Αδειλίνισσα, να σκάβη, να κλαδεύη, να 'ναι μπιστίκισσα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πλαρινιά = από τήν Πύλαρο -
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό