Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Γνώσ' δεν έχ' κιπίκ μυαλό έχ' ν' αλείψ' έναν τοίχου
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Ερμηνεία: Ειρωνική έκφρασις περί της χαμηλής πνευματικής καταστάσεως ανθρώπου -
Γουρ' νουκούμασο
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)Σημ.: Ο οικίσκος εν ώ διαμένει ο χοίρος, ακάθαρτος. Εκ τούτου η μεταφορική σημασία. Ερμηνεία: οικία, εν ή υπάρχει μεγάλη ακαθαρσία. -
Γράφ' ξιγράφ' τα δυό καλύτερα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Ερμηνεία: Δύναται ο ειδήμων να συμβουλεύη τα καλύτερα αλλά τα ξεγράφει, διότι δεν συναινεί εκείνος, τη παραγγελία του οποίου γίνεται η δουλειά -
Γρέπ' το τεζgράχι του τσ' έπαρ' το πανί, γρέπ' τσαι τη μάνα, έπαρ' την gόρη
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κοίταξε τον αργαλειό και πάρε το πανί, κοίταξε και τη μάνα, πάρε την κόρη -
Γρέψε τσαί πίσου͘ κάφτεται το παράφτερο σου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Σ' έναν που δεν έπαιρνε είδηση από ότι γινόταν γύρω του, στο σπίτι του ή στον κόσμο -
Γρούν' στου σακκούλ' παίρν'ς
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923) -
Γυιός δε γίνιτ' ου γαμπρός κι η νύφη δυχατέρα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Η παροιμία λέγεται ως επικύρωσις της επικρατούσης παγκαίνους, αληθούς άλλως τι γνώμης, ότι ουδέποτε υπάρχει αγάπη μεταξύ γαμβρού και πενθεράς, ως και μεταξύ μύμφης και πενθεράς -
Γυρίζει τα ξηροτύρια
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)Όταν καίτοι αργών τις παρέλειψε την εκτέλεσιν ανατεθεύτος αυτώ έργου -
Γυρίζω τα ξυροτύρια
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Ειρων. Δεν είχον τι σπουδαίον να ασχοληθώ. Π.χ. Τι εφτιάνεις τι δε ΄ρχεσαι στου σκουλειό ; τα ξυροτύρια γήρτη; Ξυροτύρ΄=το κεφαλοτύρι -
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια -
Γω έπα, συ μέτ΄σες
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ ήπια, συ μέθυσες. Όταν άλλος είχε τη στενοχώρια κι άλλος άναβε κι ήταν έτοιμος για καβγά -
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις; -
Γω φτένω τα βάτι σα φσάχε μ': Όνdουνους κορίτσι α πάρει, να κούσει το σάσι τσαι στέρου νdα πάρει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ αφήνω διάτα στα παιδιά μου: Οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν' ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει. Να μην παντρεύεται κανείς, προτού γνωρίσει έστω και λίγο τη γυναίκα που θα πάρει. Εκείνα τα χρόνια ο γαμπρός, ως την ... -
Γώ 'στε τζο γλείφω, να τσιρίξω
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εφγώ κόκκαλα δε γλείφω, για να φωνάξω -
Γώ πααίνω, τα σκόρdα σας ν' αναρευτούν, να πιέσουν τσουφάλε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ φεύγω, ν' αραιώσουν τα σκόρδα σας, να πιάσουν κεφάλια -
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό