Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Πάρε γέροντα βουλή και παιδεμένου γνώση
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Πάρε γέροντα βουλή και παιδεμένου γνώση
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956) -
Πάρε γυναίκα σύντροφο, κι όχι γυναίκ΄ αφέντη
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Κότσος ο ανάδεσμος των μαλλιών. Δηλ. ύστερα φανερώνονται τα ελαττώματα της -
Πάρε ευκή γονέων και τα βουνά περπάτα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Πάρε με στο γάμο σου, να σι πώ και τ' χρόν'
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Πάρτε, διαόλοι, βάγια!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960) -
Πάσχα νdα 'κούς τσαί πασχά νdα δείς μό τα 'φτάλμε σου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Άλλο να τ΄ακους, κι άλλο να τα δεις με τα μάτια σου. -
Πάψαν κόρη μ' οι καμοί σ' κάτσι μπάλωσι το μ'νί σ'
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)Σε κορίτσια που αρχίζουν πιά να μην έχουν πέραση, αφού ως τώρα καλογλέντησαν -
Πάω αργά, γιατί βιάζομαι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Πάω να πω τον πόνο μου, και λέω την πομπή μου
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Με το να λες διαρκώς τα βάσανα σου, χάνεις την αξιοπρέπειά σου -
Πααίνει μο τ' α δϊέβοζ, έρτσεται μο τα κατό δϊέβοι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Πάει μ' ένα διάβολο, γυρίζει μ' εκατό -
Παίζει βιολί παίζει Καραϊσκάκης
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959) -
Παίναε τη θάλασσα,αλλά να περβατής στην ξέρα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Παλική απο τη συλλογή Λιβιεράτου, ξηρά = στεριά -
Παίναε τον καλό, να γίνη καλύτερος παίναε τον κακό, να γίνη χειρότερος
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Επηρεασμένος από τη Βίβλο -
Παίρνε βώλοι, σκότωνε διαβόλοι, πλέρωνε τζερεμέδες
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Παίρνω μια πετρ' αφ' το γιαλό, βαρώ μια μάντα κι' άλλη κι' ό,τι παθαίνει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956)Μάντα = πλευρά -
Παιδί ακόμα στο μιγτάν' δεν έεις, φουβάσι να μην πέσ' η πινακοθήκη κι το σκουτώσ'
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)Μιγτάν = μεϊντάνι,πλατεία,ανοικτό μέρος. Εδώ εννοεί στον κόσμο