Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Πρώτα μάγειρας, κι ύστερα 'γούμενος
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Εκ των κάτω πρέπει ν' ανερχέται τις εις τα μεγάλα αξιώματα -
Πρώτα μάγειρας, κι ύστερα 'γούμενος
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Λέγεται εις του ηγούμενους δια την πολυφαγίαν των -
Πρώτη μέρα Μάης, τη δεύτερη κάης, η σήμερο εν' ο Μάης, την εβή εν κάης
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Πετρόπουλος, Δ. (1949)Στις δύο του Μάη είχαν αργία, δεν έσκαβαν, δεν πότιζαν, δεν έπλεναν -
Πώζ με δώστες σά σέρε μου, τσαί πά 'α νίψω σή χαραή μου;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Τι μού έδωσες στά χέρια μου και τι να νίψω στό πρόσωπό μου; Όταν μας δίνουν κάτι πολύ λίγο, π.χ. Νερό ή άλλο, που δεν φτάνει στίς ανάγκες μας -
Πως πάν οι στραβοί στον Άδη; Σαν τους ραφτιάδες στην κάδη
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1927)Όταν ο είσ ακολουθεί τον κατήφορον που πήρε ο άλλος.Γιατί οι ραφτιάδες κάποια πάγαναν στην κάδη να βγάλουν κάποιον που έπεσε μέσα. Ένας ένας που πήγαινε να βγάλη τον άλλον έπεφτε μέσα και πνιγόταν στο μούστο -
Ρήχν'ς μια πέτρα μέσ' 'ς τη θάλασσα μα πως τ' βγάν'ς;
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1914)Ερμηνεία: Η επανόρθωσις κακού είναι δύσκολος -
Ρίζος και Στεργιαλής, Στεργιαλής και Ρίζος
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)Ερμηνεία: Ντόπια παροιμία στο Απόκουρο και λέγεται επί φίλων αχώριστων. Δεν είναι πολλά χρόνια που ζούσαν οι δύο παραπάνω και ποτέ δε χώριζαν -
Ρίχνου λάδ' στ' φουτιά
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Λέγεται όταν δύο φιλονεικώσι και εγώ έρχομαι και διερεθίζω την φιλονεικίαν -
Ρτϊαίνει το νερό πανουφόρου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βάνει το νερό να πάει στον ανήφορο -
Ρώτ'σουν του διάολου, που μπουρεί να τουν βρουν, κι τς είπι, ή στου φύλλου τς λεύκας ή στου καϋμάφ΄τ΄παπά
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Ερμηνεία: Λέγεται δια το ότι πιστεύοντας ότι οι ιερείς είναι περισσότερον δύστροποι και ελαττωματικοί των λαϊκών -
Ρώτησαν dο μερμήντζι. Το κοτσί του κουβαλαίν' ατσομbοίο βαρύ ένι; Τσ' είπεν dι: Μο το 'μον do ζυ' έν' εβδομηνdαπέντε λίτρε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ρώτησαν το μυρμήγγι: Ο σπόρος που κουβαλείς πόσο βαρύς είναι; Κι' είπε: Με το δικό μου το ζύγι είναι εβδομηνταπέντε λίτρες. -
Ρώτσαν dο καμήλι, είπαν 'dι: Ο φσόνdυός σου σοτίπως εν' στραό; Τσ' είπεν 'dι το καμήλι: Τα ποίο μου μερά εν' ορτό να νάνι τσ' ο φσόνdυό μου ορτό;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ρώτησαν την καμήλα και της είπαν: Ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός; Κι είπε η καμήλα: Ποιό μέρος μου είναι ίσιο, για να είναι ίσιος κι ο σβέρκος μου;