Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Α δεν κλοτσήσ' ο γάϊδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Από τη συλλογή Λιβιεράτου -
Α δεν τ' αργάσης το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Αργάζω = χτυπώ, επεξεργάζομαι, Την παροιμία τη λένε και για το μεγάλωμα των παιδιών -
Α δεν τα ξεθεμελιώσ' ο Θιός, δεν τα γκρεμίζ' ο διάολος
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Ερμηνεία: Πρώτα μας αρνιέται ο Θεός, κ' ύστερα μας παίρνει ο διάολος -
Α δεν τόνε καλέσης το διάολο, δεν έρκεται
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Ερμηνεία: Οι άνθρωποι δηλ. Πάνε γυρεύοντάς τον -
Α έργο πίκ' τα, τσαι στέρου καυτσήστου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Μια δουλειά κάμε τη, κι ύστερα καυχήσου -
Α θέλη ο ένας παπάς τ' αλλουνού παπά καλό, να σπάση τ' αβγό
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Από τη συλλογή Λιβιεράτου -
Α θέλης να καλοπαντρέψης το παιδί σου, τήραξε να 'βρης μεγάλο φραγκιάτο, παχιόνε σκύλο κι αχαμνό βόϊ
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Α λαλήσ' κι' α δε λαλήσ' κ'δούνια τάχ' η Μανωλής
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)Δηλαδή όσο κι αν τον ορμηνεύη, δεν ακούει -
Α νομάτ' 'ς το πρόσωπόν dου 'ίνεται παού
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άνθρωπος, από το πρόσωπο του φανερώνεται -
Α νομάτ' ίνεται 'ς το κατζίν dου παού
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άνθρωπος γίνεται από την κουβέντα του φανερός -
Α νομάτ' να 'κούσει ζ'ναίκας το κατζί, τσαι τσείνο ονομάτ' σαϊλdϊέζεται 'ναίκα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άντρας, αν ακούσει της γυναίκας το λόγο, και κείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα. Μία φορά αρρώστησε η γυναίκα του βασιλιά Σολομώντα. Μια μάγισσα που πήγε να τη γιατρέψει, της είπε : Να πιάσεις όλα τα πουλιά, να ... -
Α νομάτ' τον αφό του νdα κόψει μοναχός του
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ένας άνθρωπος τον αγαλό του να τον κόψει μονάχος του, ας αφήσουμε τον καθένα να κάμει ότι καταλαβαίνει -
Α νομάτ' του τζο τρώ' το μάλιν dου, α βραθεί κανείς νdα φα'
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Του ανθρώπου που δεν τρώει το βιός του, θα βρεθεί κάποιος άλλος να του το φάει -
Α νοματού όνομο σου να βgαίνει, να βgει ο κως του εν gαο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Παρά να βγαίνει τ' λονομα ενός ανθρώπου, καλύτερο είναι να του βγει ο κώλος -
Α νοματού χρεία, σα δύο νομάτοι τζο φτάνει α πομείνουν τσαι τα δύο νηστικά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ενός ανθρώπου το φαΪ στούς δυό ανθρώπους δε φτάνει, θ' απομείνουν κι οι δυό νηστικοί -
Α πάρω το ιπρίχι, α βgώ σο δώμαν bάνου, α πάρω απτάζ
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θα πάρω το μπρίκι, θα βγώ στο δώμα πάνου, θα κάμω τούρκικο αγιασμό -
Α πομείν' το παχάρι, α πομείν' την άνοιξη, α πομείν' το μαθόπωρο το σειμώ που α υπάς; Α κωσ' πάλι σε μας α να ρτεις
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Θα κάμεις υπομονή την άνοιξη, θα κάμεις το καλοκαίρι, θα υπομείνεις το φθινόπωρο, το χειμώνα που θα πας; θα γυρίσεις, θα γυρίσεις, πάλι σε μας θε νάρθεις -
Α σ' έχω σα γουτνία 'πέσου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κούτνι = μεταξωτό