Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Ο Εζ Βαράτσης, Άι Βαράσης, που γιορτάζεται στις 29 του Μάρτη, σε παλιότερα χρόνια λατρευόταν σε μικρή σπηλιά, μέσα σε απόκρημνο βράχο, κάτω από το Γαλά, το κάστρο.Στα τοιχώματα της σπηλιάς σώζονταν ως τα τελευταία χρόνια παλιές ζωγραφιές. Υπήρχε παράδοση, οτι εκεί είχε καταφύγει ο Άγιος Βαραχήσιος κι έμεινε για πολύν καιρό. Οι Φαρασιώτες στη μνήμη του Άγιου και άλλες μέρες πήγαιναν στη σπηλιά άναβαν...
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Πετρόπουλος, Δημήτριος (1949) -
Άγιος Μηνάς
Ο Εζ Μηνάς ήταν ο φύλακας των ζώων. Στη βοήθεια του Αγίου κατάφευγαν, για να βρούν ζώο ή αντικείμενο που τυχόν έχαναν. ίΧιτα να νάψης στον Άϊ Μηνά ένα κερί, να μην φάη ο λύκος το ζώ. Τρέχα ν' ανάψης στον Άϊ Μηνά ένα κερί, να μην φάη ο λύκος το ζώο.Ή 'α ανάψω σον Εζ Μηνά αν τσερί. 'α νdα βινέψη μbρό μου. Θ' ανάψω στον Άϊ Μηνά ένα κερί. Θα το φέρη να το ρίξη μπροστά μου, έλεγαν όταν έχαναν κάτι. Μαζί... Λουκόπουλος, Δημήτριος; Πετρόπουλος, Δημήτριος (1949) -
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ... -
Ο Θεός ό,τι φτένει, κατέσει τα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Θεός ό,τι κάνει το ξέρει -
Ο Θεός σα ψεά τα ρουσία κονdα το σόνι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι -
Ο Θεός σαμού 'υρεύει το πέτεγο, φτένει τα καρφί
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα -
Ο Θεός σως την εβίτσα, τα πέτεγα φτένει τα καρφιά τσαί τα καρφιά πέτεγα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα -
Ο Θεός τα δύο θύρες τζο φσαώνει τα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο θεός (και) τις δύο πόρτες δεν τις κλείνει -
Ο Θεός φήτσε σε άμμα τζο ζελμονά σε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Θεός σ' άφησε, αλλά δε σε λησμονά -
Ο Θεός ψεύτης δε βγαίνει
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928) -
Ο Θϊός 'αρ να κρούν'κε 'τι σου στσυλλού το κατζί, κάτα μερά χα χάσει α σπίτι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Θεός αν ήταν ν' ακούσει του σκύλου το λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι -
Ο κακκέρ' ζαναχεύει τον gατουρϊέρη
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατουρλιάρη -
Ο κακός σκύλος ψωριάζει μα δεν ψοφά
Λουκόπουλος, ΔημήτριοςΕρμηνεία: Επί ανθρώπου κακού, όστις και αναρρωνύει μετ' ασθένειαν -
Ο Καριώτης κι' αν δοξαστή πάλι χεσμένος είναι
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Μια φορά ένας Ικαριώτης έγινε αεροπόρος στην Αμερική. Άμα ανέβηκε με τ' αεροπλάνο, χέστηκε από το φόβο του. Από την αιτία αυτή βγήκε η παροιμία -
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο -
Ο κόσμος έν' dο μέτ' ρο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο κόσμος είναι δικός μας -
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος