Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Μου κάνει γυμνάσια
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956)Δηλαδή με βασανίζει, με κουράζει, μου δημιουργεί κόπους και αγωνίες (επίτηδες) -
Μούα τ' άσυρο α νάρτει ο ταρός του
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Όλα μιά μέρα παίρνουν την αξία τους -
Μου΄ρχεσαι λέντρεν – λέντρεν !
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957) -
Μουνιά μουνιά είχαν ριζικό μουνιά μουνιά είχαν μοίρα και το δικό μου το μουνί το έφαγε η ψείρα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)Ερμηνεία: Επί ατυχιών -
Μπάρμπας και θειά μ' ανέθρεψε, κακιά φωτιά που μ'έκαψε
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Όταν οι θείοι κηδεμονεύουν ένα ορφανό, αυτό δεν περνάει καλά -
Μπαρμπούνι-μπαρμπουνάκι, το καλύτερο ψαράκι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Συνηθάνε τη Σαρακοστή και βράζουνε καβούρους με τ' αλάτι -
Μπήκε πάννα στα μάτια μ' και δε βλέπω απ' την πείνα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959) -
Μπόλια μ' ήθελες, Φωτ'νέ, άϊντε γκίτ, μενεμενέ
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)Ήdαν Αγιασσώτ'ς αυτός ο Φωτεινός, που 'φερε τη χολέρα στο χωριό. Λέμε “του Φωτ'νού το θανατικό” -
Μπονόρα στή δουλειά σου, κι' ανώρως στό σπίτι σου
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)μπονόρα (ιταλ.) = νωρίς το πρωί. Ανώρως = νωρίς το βράδυ -
Μπρός οπίσ' ανάποδα, κι ο γάμος τη Δευτέρα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πρόληψη, ότι ο γάμος δεν πρέπει να γίνεται Δευτέρα. Η παροιμία γενικά σημαίνει ακαταστασία -
Μύρτσαν dα σκόρdα τους
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Μύρισαν τα σκόρδα τους -
Μυτιληνιός, γιά λαδάς γιά κουλουbαράς
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Μωρέ, Χριστέ ξυπόλυτε, καί Παναγιά Ντρουβιάρα νά σ' είχα μέσα στόν Τρουβείο νά τράβαγες τή μπάρα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)Τρούβειο = τον καιρό που τα Ντρουβειά (=ελαιοτριβεία) δουλεύανε μέ μονολίθαρο πού τά τραβούσαν οι γυναίκες καί κουραζόντανε