Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Κουτσόι, στραβοί, ούλ' στουν Άδ' πάν
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Όταν όλοι ακολουθούν πεπλανημένων οδόν, ήν ηκολούθησέ τις εξ αρχής -
Κουτσοί, στραβοί, όλ' στουν Άι – Παντελεήμονα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Επί παρ΄αξίαν καταλαμβανόντων θέσιν -
Κραίνει στην κορφή απ' τη γλώσσα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)Επί υπερηφάνου απαξιούντος να ομιλήση προς τους κατωτέρους του -
Κρασί βιρισέ μιθάει κανένα δυό φουρές
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Δηλαδή, ευκολώτερα είναι η επί πιστώσει μέθη εις τόν έχοντα το πάθος του μεθύσκεσθαι -
Κρατά του πλί μη σ' φύβγ' όσου τόεις στα χέρια σ'. Σόφγι δε ματά του πιάνς
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)Η παροιμία λέγεται ως συμβουλή προς τινά δια να επωφελείται των ευκαιριών -
Κρέμετ' η καππότα στ' ζυγαριά
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)Ερμηνεία: Επί παντελούς ελλείψεως χρημάτων -
Κρομμύδιν τζο 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κρεμμύδι δεν έφαγα, για να μυρίσει το στόμα μου -
Κρού' ένα σο πέτεγο τσ'ένα σο καρφί
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Χτύπα μιά στο πέταλο και μια στο καρφί -
Κρούει ου μύλους κ' η μ'σή η φτερού τς'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)Ερμηνεία: Επί παντός πράγματος αρίστου: π.χ. “είνι καλό του πκάμισο;” - απάντηση: η ανωτέρω φράση, δηλ. άριστον είναι -
Κρυψ' χούιαξι
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)Ερμηνεία: Λέγεται όταν, ενώ θέλει τις να προφυλαχθή από του να διαδοθή κάτι μυστικόν, φωνάζη και ούτω προδίδει μόνος του την εχεμύθειαν περί της οποίας ενδιαφέρεται -
Κύλ'ισι του σκατό κι έφαϊ του διάφουρου
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1902)Φκιάν'ς νια δ'λειά κι δεν κερδίζ'ς τίπουτα -
Κύλ'σ' ου τένζηρ'ς κι ηύρι του καπάκ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1902) -
Κύριε ελέησον παπαδιά, πέντι μήνις δυο παιδιά
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Ερμηνεία: Επί πολυτεκνίας γυναικός λεγομένη -
Κωνστάντω μ', με τι ματάκια να σε κλάψω; Μ' αυτά που σόχω στο κάρακλο!
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...