Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Ήτανε μικρό τ' αρνί κι είχε και πλατειά ουρά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936)Όταν ζητάει η επιδεικνύει κανείς πράγματα ανώτερα της αξίας του -
Κέδρος (παλαιόν Χαλαμπρέζι)
Ήτανε τσιφλίκι εδώ το χωριό. Το είχανε δυο αδέλφια Τούρκοι: Ο Μουσ’λήμ-αγάς. Χώρ’σαν ο ένας πήρι το Λουτρό (χωριό) κι η άλλος του Χαλαμπρέζ’. Ήθιλαν να τα πουλήσουν τα χτήματα. Δεν συμφώνησαν οι Λουτρώτις και τα πήραν όλα οι Χαλαμπριζώτις. (βλ. σελ. 54) Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959) -
Ήτου λαϊκκον dο φαϊ, κάτσαν dα μαμούτσε έφαγαν dα, έσεσαν dα τσόας
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ήτανε λίγο το φαϊ, κάτσανε τα μαμούνια τόφαγαν, τόχεσαν κιόλας. Όταν μιά δουλειά, που είναι από την αρχή στραβή, γίνεται χειρότερη -
Ηρτ ο κως σο τ'άρι τσαι πααίνει αρά να 'εννήσει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Έφτασε ο κώλος του στα στενά και πάει τώρα να γεννήσει -
Ηύρες καό τσιτσάκι να πάρειζ άθος!
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βρήκες καλό λουλούδι να πάρεις μοσχοβολιά! -
Ηύρες πεξιμέτι, ΄υρέφ΄ τα τσαί φουσκωμένο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βρήκες παξιμάδι, το θέλεις και βρεμένο. Πόντ. Δ.Π. 158 : Εύρεν απίδ΄, θέλ΄ άτο και μασεμένον -
Ηύρες το νομάτη να πουλήσ' τα κοτίμε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βρήκες τον άνθρωπο να του πουλήσεις κάρδαμα -
Ηύρες χωρίος θεχούς στκυλλού τσαί 'νεγκώθεις θεχούς ραβdού
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βρήκες το χωριό δίχως σκυλλί και γυρίζεις δίχως ραβδί -
Ηύρις φαγί, φάγι. Ηύρις ξύλου, φύγι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)