Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Εχ' ίσχιον αυτός ου άνθρωπος
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923) -
Εχν' ανάγκ' τα β'νά π' τα χιόνια
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1902) -
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες -
Ζ' γουώσσας τσερεμές
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Για την προσβολή και το πλήγωμα που μπορεί να δώσει ένας κακός λόγος -
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις -
Ζ΄ ναίκας σό ράμμα μη κρεμϊέσαι· α σε πνίξει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Στης γυναίκας το σκοινί μην κρεμιέσαι͘ θα σε πνίξει. Να μη πιστεύεις ούτε να δένεσαι με γυναίκα. Είχαν, λέει, οι γυναίκεςπου έβγαιναν στο βουνό για ξύλα ή για χόρτα, μιά τριχιά μαζί τους πάντα. Αυτό ήτανε το ράμμα. Πόντ. ... -
Ζάντζες 'ενόσουν στσυλλί, ξείλτσες σ' αν gαό αβλίχι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ' ένα καλό κυνήγι -
Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1925)Μια βουλά ένας είχε ένα συνοικέσιον μη μήνια. Κίν'σι κι πήι στν αρριβουνιαστκιά τ' νια μέρα κι τν εύρι μοναχή τς. Νι ρώτσι, πού είν' ου πατέρας τσ. Είχαμι νια στράτα σ' ένα χουράφ', πάει να νι φράξ' να τ' φκειάσ' δύου (δηλ. ... -
Ζη σον όηλον bίσου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ζη πίσω από τον ήλιο. Για κείνον που κρύβεται από τον κόσμο η που ζει δυστυχισμένος -
Ζή μι τουν αέρα αυτός
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Δηλαδή, με τίποτα, γλίσχρως, με αδήλους πόρους -
Ζήσι μαύρι μ' να φας τριφύλλ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1902) -
Ζούλεπ' την gαζβάρα, να γλυμήσει το ΄φτάλμε σου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σσυ. Όταν έκανες καλό κ' έβρισκες κακό. Λεβ. 33- Πόντ. Α. Π. αρ. 1262: Πεσλέεψον κορώναν, ας κρούη κ' έβγαλλ' τ' ομμάτια σ'. -
Ζυγιάζ' απ' τς αλαφρές
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)Περί κουφον και επιπολαίον, για τον άνθρωπο π' δεν έχει μυαλο, τρέχ'ς τς κβέντις τ' σ' αυτά σ' άλλα -
Ζω πίσου τουν άλλουγ κόσμου
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Δηλαδή είμαι καθυστερημένος εις τον πολιτισμόν