Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζήσης, Ευστράτιος"
-
Από 'κεί που βγαίν' η γήλιος
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Περί περιποιήσεως και προσηλώσεως εις εκείνον που έχει συμφέρον -
Από 'να σώγαbρο καλύτερα (ή Απ' το σ...)
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Περικοπή παραμυθιού κατά το οποίον έγδαραν κάποια αλεπού και την ερώτησαν κατόπιν: -Πως είσαι κυρά αλεπού; Κι αυτή είπε -"Από 'να σώγαbρο καλύτερα". Δηλαδή σε εσώγαμβρος, εκείνος που πηγαίνουν μέσα εις το σπίτι του πεθερού ... -
Από δ'λειά κι' από θάνατο να μη νοτάζεσαι
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Η εργασία και ο θάνατος είναι κάτι που δεν εξαρτάται εκ της ιδίας την θελήσεως -
Από κούτσουρο σε λ'θάρ(ι)
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Όταν κανείς ομιλή συνεχώς, αφήνων την μιαν υπόθεσιν δια να αρχίση άλλην -
Από μακριά κι αγάπ' πάρ' από κοdά κι αμάχ'
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Της έλεγαν συγγενείς και στενοί φίλοι, οι οποίοι ως εκ της οικειότητος των ήρχοντο εις προστριβάς, όταν έχων ο εις πλησίον του άλλου -
Από που, κυρά μ, λουκάνικο;
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Όταν μερικοί επερίμεναν να φιλοδωρηθούν χωρίς να συντρέχη λόγος ή να προσηληθούν εις γάμον, χωρις να συνδέονται δια φιλία ή συγγενεία -
- Από πού 'σαι, καρδαμάκ'(ι); Απ' αυτό τό bοστανάκ'(ι)
Ζήσης, Ευστράτιος (1936)Λέγουνταν γιά τούς ανθρώπους εκείνους, πού δέ μπορούσαν ν' αποφύγουν τις συνέπειες τής καταγωγής τους. Αντιστοιχεί η παροιμία αυτή μέ τή γνωστότερη “κατά τόν μπαρμπα-Γιάννη...”. Ήταν όμως ονειδιστική γιά τά ελαττώματα τών ... -
- Από πού 'σαι, κλωναράκ'(ι); - Από κείνο τό δεdράκ(ι)
Ζήσης, Ευστράτιος (1936)Γιά κείνους πού δέν μπορούσαν ν' αποφύγουν τίς συνέπειες τής καταγωγής τους. -
Από Σάββατο σε Σάββατο να κρέν'ς
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Στα παιδιά που είχαν την κακήν συνήθειαν να αναμιγνύωνται εις τας συνομιλίας των μεγάλων -
Από τ' dρίτ' ούσαμι τ' dετάρτ'
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δια τους σπάταλους, οι οποίοι δεν εφείδοντο των χρημάτων των -
Από τ' αυτί κι στου δάσκαλο
Ζήσης, Ευστράτιος (1936)Λέγουνταν περί της αμέσου ενέργειας, τόσο για σοβαρές περιπτώσεις όσο και για αστείες. -
Από τα πέρα αμπέλια
Ζήσης, Ευστράτιος (1941)Συνήθως προηγείτο ή ακολουθούσε η λέξις “γνωρίζετα”. Δηλαδή το πράγμα ήτο καταφανές -
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, και πέφτω μεσ' στη θάλασσα και πλέω σα bαλτάς
Ζήσης, Ευστράτιος (1936)Λέγουνταν για όσους έλεγαν ασυναρτησίες και ακατάληπτα πράγματα, ιδιαίτερα για όσους δεκίμαζαν να γράψουν στίχους -
Απόταξ' η σκατζόχοιρος να δώκ' κι τν αχελώνα;
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Όταν κανείς εζήτει δάνειον ή άλλο τι από άνθρωπον εξ ίσου πτωχόν με τον ζητούντα -
Αποβραδίς γιόρτασε με, και το πουρνό δούλεψέ με
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Την έλεγαν αι γυναίκες δικαιολογούμεναι όταν εργάζοντο κατά τας εορτάς -
Αργεί, άμα δε λησμονεί
Ζήσης, Ευστράτιος (1936)Εννοούσαν το Θεό, ο οποίος δεν λησμονεί τις κακίες των ανθρώπων και τις τιμωρεί -
Αργεί, άμα θαματουργεί
Ζήσης, Ευστράτιος (1936)Εννοούσαν το Θεό, ο οποίος δεν λησμονεί τις κακίες των ανθρώπων και τις τιμωρεί