Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 6341-6360 από 142579
Το Γκιόνι
Νυκτόβιον πτηνόν,περ,ού μυθολογείται ότι ήτο άνθρωπος μεταμορφωθείς εις πτηνόν υπό μαγίσσης ταις γραίας,ήτις τον ελυπήθη διότι περικεκλανάτο πεζή κ ανεύτεσην του απολεσθέντος αδερφού κράζων Γκιών’ Γκιών’ δηλαδή Αντών,Αντών.
Άγνωστος συλλογέας
(
1908
)
Ο γκιώνης (το πουλί) εκεί που λαλάει,χολοέται για τον αγαπητό του αδερφό που έχασε. Άν και πουλί,βαστάει ακόμα την πικριότητα κι δίνει παράδειγμα για τους ανθρώπους που δεν αγαπούνε τους αδερφούς τους.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Ο κούκος ήταν τσοπάνης και έχασε τα πρόβατα του και απο τον αναστεναγμό του έγινε πουλί και κλαίει τη νύχτα.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1928
)
Ο Τζιώνος ήταν πουλί.Πιάστηκαν τα πουλιά9ποιος θα βασιλέψη). Πρώτα το όρνιο είχε το βασιλικό στέμμα. Ο Γκίωνης ήταν μικρούλης.Πολέμησαν. Πήγαν απάνω στο Λιθάρι.Αντερεύεται το όρνιο,τρουπώνει αυτό πίσω στο λιθάρι. Αυτός,το όρνιο,με την γκούσα πούρχονταν,χτύπησε στο Λιθάρι κι' έτσι περίλαβε το βασίλειο ο Τζιώνος. (Λιθάρι=τοπονυμία, τρουπώνει=ο γκιώνης απ'το φόβο του)
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Η Αρετή
Μια φορά μια γυναίκα είχε μια κόρη που τη λέγανε Αρετή τα’εννιά υγιούς τσαί τογ Κωσταντίνο δέκα. Όντες μεγάλωσε η Αρετή τσαι ήθελε να παντρευτή τα’αδέρφια της θέλανε ναν τη δώσουνε στα ξένα, μα η μητέρα της δεν ήθελε. <Τσ’ αν έρθη χαρά ή λύπη στο σπίτι μας, ποιος θα πάη να μου φέρη την Αρετούσα ; > έλεγε. <Έννοια σου , μητέρα εγώ πάου τσαί τη φέρνω> έλεγε ο Κωσταντής. Τήνε παντρέψανε στα ξένα, τσαι...
Φραγκούλης, Χρήστος Β.
(
1918
)
Γκιών (το) πτηνόν ντηπλάλον, βουβαλίς περί ου μυθολογούσι τα εξής : Ήν νεάνις περικαλλεστάτη ίχουσα εραστήν καλαώμενον Αντώνιον (Αντών) όστις ήν διάσημος κυνηγός βρέζων πολλά λαγωνικά, άπερ λυσσήσαντα κατεσπάραζαν αυτόν εν τω δάσει. Τον βραγκόν σ’αυτόν θάνατον μαθούσα η νεάνες έκλαιεν απαρηγύρητα, έως ότον απελιθώθη (μαρμάργιανε) και εκ του μαρμάρου αυτής εξήλθεν ύστερον αυτό το πτηνόν, το οποίον...
Οικονομίδης, Απόστολος Β.
(
1890
)
Τα πετούμενα του ουρανού κι ο βασιλιάς τους. Βλ.μαθητική συλλογή μύθων εν Πλάκας Μεγαλοπόλεως.
Άγνωστος συλλογέας
Δεκοχτούρα η = πτηνόν κ' ο εδόθη το όνομα εκ της φωνής. Όταν φωνάζη λέγουν δεκαννεά ου χαλάση ο κόσμος.
Χαβιαράς, Δημοσθένης
Όπως υπάρχει παράδοσις περί είδους τινός αγριάς περιστεράρτις ευ άλλω της πραγματεκάρ ημών λέγομεν, ούτω και περί τινος μικράς γλαυκός, ήτις ως επί το πολύ αρέσκεται να ευ διατρίβη εκ τα δένδρα έκεσθεν δε περί την δύσιν του ηλίου εκπέμπει γαεράς κραυγάς με το μονότονον και θλιβερόν ντόν! ντόν! ντόν! περί συ ηπαράδοσης διέσωσεν ημίν τα εξής. Του παλαιού καιρού υπήρχον δύο αδελφοί. Παύλος και Αντώνιος...
Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Γ.
;
Κωνσταντινίδης, Γ.
(
1891
)
Ώπλιο,τα’-πληθ.ώπλια τα ,γερανοί,τα γνωστά διαβατικά όρνεα.Περί τούτων υπάρχει η εξής λαική προσφώνησις όταν περνούν υψηλά <ώπλια μου!καλώπλια μου!Πάρετε τους πόνους και τους αναστενασμούς μου στην έρημο απού θα πάτε,χαιρετάτε μου τον γέρο και τη γρά και το χρουσό χελιονάκι..>Πιστεύουν ότι εις την έρημον που πηγαίνουν τα ώπλια ευρίσκονται μόνον ένας γέρος,μια γριά και ένα χελιδονάκι,και τα ώπλια ευρίσκονται...
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
(
1934
)
Η Κουκουβάχια
Η κουκουβάγια ήτονε μια γυναίκα που είχε εννιά γιούς και μια κόρη μονάκριβη,που τήνε λέαν Αρετή.Μα τα παιδιά της πιάσαν και της πεθάνανε όλα και στο τέλος της απόμεινε ένας γιός μονάχα,ο Κωσταντής κι’η δυχατέρα της. Έπιασε το λοιπόν ο Κωσταντής και πάντρεψε την αδερφή του μακρυά στα ξένα. –Άχ Κωσταντή μου, τούλεγε η γρηά,γιατί την επάντρεψες μακρυά την Αρετή μας κι’αν θέλω νατήνε ιδώ ποιος θα μου...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1928
)
Η δεκοχτούρα
Μια φορά ήτανε ένας ράφτις κ είχενα μια γυναίκα όμορφη και ‘νιά. Είχενα και μια μάννα διαστραμμέν’. Που την έκαιγε και την έψηνε τη ράφταινα. Είχε ζ΄μώσ’ μια μέρα δεκανιά ψωμιά η ράφταινα, και τα ‘στειλε ‘ς το φούρνο. Το βράδ’άμα ψήθκανα, πήγε να τα πάρ. Βρίσκ’ στο δρόμο τη δική τα τη μάννα που τανα φτωχιά, τη λυπήθηκε,τήνε δεν το ένα,πόμκανε δεκοχτώ. Το βράδ ‘ εκεί που κάθουντανα κοντά ‘ς τον άντρα...
Φιλανθίδης, Μενέλαος Π.
(
1894
)
Ο βάτος, ο γλάρος κ'η νυχτερίδα
Ο βάτος,ο γλάρος κ'η νυχτερίδα είχαν ναυλώσ' ένα καίκ'πράματα και τα 'χαν χρεωθεί. Ήπιασ'όμως μια φουρτούνα στο δρόμο και βούλιαξε το καίκ'. Ο βάτος λέει,<Φέρ'τα δώ αυτά είναι δ'κά μ'>.Γι' αυτό κι όταν πάς να περάσ'ς γαντζώνετ'απάνω σ'και πρέπ'να πείς :<Όχ, αυτό δεν είναι δ'κό σ',είναι δ'κό μ'>.Ο γλάρος ψάχν'ακόμα να βρεί τα χαλκώματα και βούτα μες στ'θάλασσα. Κ'η νυχτερίδα τα 'χε κλέψ'τα λεφτά και...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Όταν ο Χριστός εγεννήθηκε επήγαν να τον κρύψουν στην πάχνη του μουλαριού αλλ'αυτό δεν τον δέχτηκε, άρχισε να τον κλωτσάη. Τότε τον πήραν και τον πήγαν στην πάχνη της αγελάδας. Αυτήυ τον εδέχθηκε και τον έγλειψε. Ο Χριστός καταράστηκε το μουλάρι να μη κάνη παιδιά και γάλα να μη βγάλη.Την αγελάδα την ευλόγησε να κάνη παιδιά και γάλα.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Γιατί δε γεννάει το μ'λαρ'
Τ'ν ώρα π'γεννιώταν ο Χριστός κ'είχε τ'ς πόν' η Παναία,δάκρυσε το μ'λάρ'.Τνέ λυπήθ'κε.Κ' είπε' η Παναία :<Να αυξάνεσαι δίχως πόνο και δίχως αναστεναγμό>.Γι'αυτό η φοράδα πάει στ'άλογο και το μ'λάρ'δε γεννάει.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Δικοχτούρα ή Γκουγκούφτα
Τα πουλιά αυτά τώρα πια απ'όταν ήρθε το ελληνικό έφυγαν. Είναι θαύμα ήταν κι'αυτό. -Δεκαχτώ παιδιά κάμει και μετά παύει γι'αυτό τη λένε δικοχτούρα!
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
Η ιστορία του κούκου
Κούκου φωνάζει στο χαμένο του αδελφό. Όταν δηλ.κάποτε έπαιζον ΄΄κρυφτίτσα'', ο αδελφός του χάθηκε αυτός δε,νομίζοντας,ότι ο αδελφός του κρύπτεται ακόμη,εφώναζε κούκου-κούκου, δια να πάη να τον ξετρυπώση και εξακολουθεί να φωνάζη ακόμη.
Ράγκος, Ιωάννης
(
1939
)
Ο τζομπάνης γίνεται αηδόνι. βλ.μαθητική συλλογή μύθων
Τσάμης, Γ.
Παράδοσις για τον Γκιώνη(πουλί)
Το πουλί ο Γκιώνης είχε μια φορά έν αδελφό που τον έλεγαν Αντώνη.Είχαν χάσει ένα άλογο και έψαχναν να το βρούν. Εκεί που έψαχναν εχάθηκε ο Αντώνης.Τότε ο Γκιώνης παρακάλεσε το θεό να τον κάμη πουλί.Ο θεός ήκουσε την παράκλησι του και τον έκαμε πουλί και απο τότε γυρίζει απο δένδρο σε δένδρο για να βρή τον αδελφό του τον Αντώνη και φωνάζει ΑντώνηνΑντώνη!
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Οι γκουγκούτσκες ήταν ιερό πουλί των Τούρκων οπάν ακόμη ήσαν οι Τούρκοι στην Καστορία σμήνη απ’αυτές εγέμιζαν με τη δύσι του ηλίου τις καπνοδόχες και εφώναζαν γκου…γκου. Η γκ.ήταν Τούρκισσα η οποία είχε ζυμώσει 18 ψωμιά και τάρριξε στον φούρνο. Πήρε το κέντημά της και βγήκε έξω. Με την κουβέντα όμως αστόησε πως είχε τα ψωμιά στο φουρνό.Ύστερα από πολλή ώρα θυμήθηκε και αναγκεύτηκε (=ανησύχησε)και...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση