Οι γκουγκούτσκες ήταν ιερό πουλί των Τούρκων οπάν ακόμη ήσαν οι Τούρκοι στην Καστορία σμήνη απ’αυτές εγέμιζαν με τη δύσι του ηλίου τις καπνοδόχες και εφώναζαν γκου…γκου. Η γκ.ήταν Τούρκισσα η οποία είχε ζυμώσει 18 ψωμιά και τάρριξε στον φούρνο. Πήρε το κέντημά της και βγήκε έξω. Με την κουβέντα όμως αστόησε πως είχε τα ψωμιά στο φουρνό.Ύστερα από πολλή ώρα θυμήθηκε και αναγκεύτηκε (=ανησύχησε)και αφίσεντος κεύτημα της έρριξε τις λωστές επάνω στο λαιμό της και έτρεξε. Άνοιξε τον φούρνο και είδε τα ψωμιά καμένα καταράστηκε τον εαυτό της και είπε : Θεέ μου,κάνε με κάτι που να φύγω από τον κόσμο γιατί ντροπιάστηκα σαν νοικοκυρά κι ο θεός την μετέβαλε σε πουλί, το μονόχρωμο σταχτί έμεινε στα φτερά της και η λωστή η σκούρα η μαύρη έμεινε μόνο στο λαιμό,κι’από τότε γυρίζει στις στέγες και φωνάζει προς το δειλινό δεκοχτώ δεκοχτώ!Απο το 1924 πούφυγαν οι Τούρκοι χάθηκαν κι’αυτές.! Την γκουγκούτσκα την έστειλε ο Θιός να παρακαλάη τον Θεό για να γένουνε γκουγκούτσκα(έτσι ονομάζονται και τα καλαμπόκια)να τρώη ο κόσμος λέει γκου γκου χτού να γένη καλαμπόκι να φάη ο κόσμος. ( Κατ’άλλες Καστοριανές).
Τόπος Καταγραφής
ΚαστοριάΧρόνος καταγραφής
1937Πηγή
Αρ. 1100 Α, σελ. 56, Καστοριά, Μ. Ιωαννίδου, 1937Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1100 Α, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT