Η Αρετή
Μια φορά μια γυναίκα είχε μια κόρη που τη λέγανε Αρετή τα’εννιά υγιούς τσαί τογ Κωσταντίνο δέκα. Όντες μεγάλωσε η Αρετή τσαι ήθελε να παντρευτή τα’αδέρφια της θέλανε ναν τη δώσουνε στα ξένα, μα η μητέρα της δεν ήθελε. <Τσ’ αν έρθη χαρά ή λύπη στο σπίτι μας, ποιος θα πάη να μου φέρη την Αρετούσα ; > έλεγε. <Έννοια σου , μητέρα εγώ πάου τσαί τη φέρνω> έλεγε ο Κωσταντής. Τήνε παντρέψανε στα ξένα, τσαι γίνηκε ο γάμος της πλιά με βιολιά τσαι με άβούτα. Μα δεμ πέρασ’ένας χρόνος, που πεθάνανε τσαί οι εννιά αδερφοί τα’ ο Κωσταντίνος από τα μνήμα τσαί πήγε να φέρη την αδερφή του από τσεί που ήτανε. Πάει τσαι τηνε βρέσκει στο πανεγύρι, τσαι χόρευε μπροστά ντυμένη στα κόκκινα. Πάει κοντά της τσαί της λέει <Αρετή πάμε στο σπίτι μας. –Μα για πές μου, Κωσταντίνο αν είναι χαρά να πάου έτσι με τα κότσινα αν είναι λύπη να αλλάξω τσαι να φορέσω μαύρα. –Έννοια σου έλα πάμε, της λέει τσαί τήνε πήρε τσαι φύγανε. Στο δρόμο που πηγαίνανε, βλέπουν ένα πουλάτσι που πήγαινε μπροστά τους τσαι τσιλάιδαγε ανθρωπινά < -τσίου, τσίου, τσίου, δεν είναι θάμα να περπατάνε οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς ; - Άκω, Κωσταντίνο, τι λέει τσείνο το πουλί ; -Πολάτσ’ είναι τσ’άς τσιλαιδή, πουλάτσ’ είναι τα’άς λέει> της λέει τσείνος <Τραύ’, Αρετή, στο δρόμο σου>. Μα το πουλί όλο μπροστά τους πήγαινε τα’όλο έτσι έλεγε. Μόλις κοντεύανε να φτάσουνε στο χωριό, ο Κωσταντίνος λέει <Πήγαινε, συ Αρετή στο δρόμο σου>. Μα το πουλί όλο μπροστά τους πήγαινε τα’όλο έτσι έλεγε. Μόλις κοντεύανε να φτάσουνε στο χωριό, ο Κωσταντίνος λέει <Πήγαινε συ Αρετή, γιατί εγώ θέλω να κατουρήσω>. Τσείνη τραύηξε, τσαι τσείνος μπήτσε πάλι μέσ’το μνήμα του. Περίμενε τσείνη να ρθή μα δεν ερχότανε. Μόλις μπήτσε στο χωριό, για να μην την γνωρίσουνε, έβγαλε τα δικά της σκουτιά τα καλά τσαι φόρεσε κάτι κουρελιάρικα που ηύρε. Ντύθη σα διακονιάρα, μπουμπουλώθη για να μη ντην βλέπουνε τσαι πήγε απ’όξ’ από τημ πόρτα της μητέρας της. Την άκουσε μέσα που μοιρολόγαγε τσαι ύφαινε το κατάλαβε. <Ατζελίστε τσαί μένα τηγ κακομοίρα, που είμαι φτωχή τσαι δν έχω να φάω –Φέγα, χριστιανή μου , δεγ ξέρω ποια είσαι !>τσαι πάλι μοιρολόγαγε. Μα η Αρετή δεν έφεγε από τημ πόρτα ίσα με που ήρθε η μάννα της τσαι πήρε μια χούφτα στάρι να της δώση. Μα τσείνη, τσεί που πήγε η μητέρα της να της ρίξη το στάρι μέσ’το σακκούλι της, έκαμε παρατσείθε τσαι χύθη ούλο το στάρι χάμω. Έσκουψε τσαι άρχισε να μαζεύη το στάρι ένα ένα σπείρι. <Μπά, χριστιανή μου> της λέει η μητέρα της <τι έκαμες ; έχυσες το στάρι,τσαι κάθεσαι τσαι το μαζεύεις ένα ένα το σπείρι ; Στάσου να σου φέρω άλλη χούφτα για να φύγης>. Μα τσεί που πήγε να της δώση τη χούφτα, η Αρετή ξεμπουμπουλώθη τσαι την είδε η μητέρα της. <Συ σαι Αρετούσα μου > της λέει, τσαι την αγκάλιασε. Τότε αρχίσανε τσαι οι δυο να καλίνε. Τότε πάει στο μανεθύρι η μάνα της, τηράει όξω τσαι λέει <Θέ μου, κάμε με πουλί κάμε με νεκροπούλι, να περπατάου στα μνήματα, να καλίου τους πεθαμένους.> Φρρρτ’ φτερούγισε τα’έγινε νεκροπούλι. Πάει τα’η Αρετή στο παράθυρο τσαι λέει. <Θέ μου,κάμε με πουλί,κάμε με κουκουβάγια, να περπατάου στα βουνά να κλαίου τους αδερφούς μου> φρρρτ! Φτερούγισε τσαι τσείνη τα’έγινε κουκουβάγια. Γι’αυτό σήμερα άμα φωνάζη κουκουβάγια ή νεκροπούλι κάποιος θα πεθάνη.
Τόπος Καταγραφής
Άδηλου τόπουΧρόνος καταγραφής
1918Πηγή
Χρ. Β. Φραγκούλης, Λαογραφία τόμος. ΣΤ', 1917 – 1918, σελ. 250, αρ. 5Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Λαογραφία, ΣΤ, ΠεριοδικόΣχετιζόμενα κείμενα
Προβλ. Πολίτου Παραδόσεις αρ. 34Τύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΙΣΤΤίτλος παράδοσης
Η ΑρετήΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.