Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 801-820 από 6798
Εκτός από το σκοτωμένο με τις πληγές του φοβούνται ακόμα και κείνους, που από την ακινησία πάνω στο κρεββάτι της μακρόχρονης αρρώστιας το σώμα του ς τρύπησε. Όλους λοιπόν αυτόυς τους πλύνουν με ζεστό νερο και τοπυς ζεματίσουν με βραστό κρασί, μπήγοντας βαθιά στις πληγές μια βελόνα. Έτσι ανοίγουν στο σώμα τους τρύπες για να βγαίνη από κεί κάθε ακαθαρσία και να μη φουσκώνη ο πεθαμένος, όσο ακόμα μένει...
Συγκολίτης, Σπ.
(
1937
)
Οι Βρικολακαίοι σαν άνθρωποι κάνουν κακό. Ήταν νοικοκύρης (κάποιος Καστοριανός), πέθανε τον έθαψαν βγήκε βρουκόλακας τον βρίσκαν πάντα στο σπίτι τον πήραν με μάγια και το έρριξαν σ'άλλο χωριό οι Τούρκοι.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
Βουρδούλακας ο (πληθ. βουρδουλάτσοι) = ο βρυκόλαξ, όστις λέγεται και λουγγάτης. ''τσείνος που πέθανε προχτές γίνητσε βουρδούκαλας'' κατ' επέκτασιν - το σκιάχτρο, το φόβητρον, ο τσάγαρος. Βουρκολατσάζω = γίνομαι βρυκόλακας - βουρδούλακας.
Φουρίκης, Π. Α.
(
1928
)
Βρουκόλακας και ρ. Βρουκολακιάζω, αρχ. Βρυκόλαξ.
Ιωαννίδης, Σωτήρης Ν.
(
1925
)
Άλλη νια γυναίκα που ήτανε βουρκολακιασμένη έβγαινε τη νύχτα κεί που νυχτερεύανε οι γυναίκες. Ανέβαινε σε νια κυδωνιά και κουρναριζότανε. Της έλεγαν οι άλλες γυναίκες: Ποιά είσαι συ μωρή; Εγώ είμαι η Άννα του Παλαιού α α! α!!... εχασκαριζότανε. Ήτανε πολλές γυναίκες και για δαύτο δε σκιαζόντουσαν. ( κουρναριζότανε = μετεωρίζετο ως επί αιώρας, εχασκαριζότανε = εγέλα καγχάζουσα )
Μαντζουράνης, Εμμ.
(
1914
)
Ενθυμούμαι (και γελώ) κάτι σχετικό του Αποζαριού. Είχε πεθάνει αυτοκτονήσασα ή πενθερά του Παπα-Τσιάτσκα με δηλητήριο, γιατί δεν την έδινε τα κλειδιά από το αρμάρι να σουρουπουτσένεται, η νύφη της. Ο μακαρίτης Μενέλαος την ξεκοίλιασε και όλα το τσιουρβαλίκι το μετέφερεν εις τον Κύρον προς-εξέτασιν. Μετά την ταφή της γρηάς δυό τρείς μέρες συσκέπτεται το μαριδοσυμβούλιο τι να κάμουν να τρομάξουν τη...
Παπαθωμά, Θ.
(
1936
)
Άμα ένας σκοτωθή, το αίμα του φωνάζει τις τελευταίες λέξεις που είπε τη στιγμή που έπεσε. Να πούμε: μή ορέ, μή! Όχι! Επειδή βροκολακιάζει το αίμα πάνε και το μαζεύουν και το πάν και το ρίχνουν στον τάφο του φονεμένου. Το διαβάζουν και με τους παπάδες.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Βρουκόλακας
Τώρα τις προάλλες λένε πως βρουκολάκιασε ο γιατρός, ο Σιαφαρίκας. Βρουκολακιάζει άνθρωπος, άν αδρασκελήση το νερό γάτα ή κότα. Γι αυτό φυλάνε το νερό.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Τελώνια
Τα αβάπτιστα βρέφη, θανόντα και ταφέντα έξω του κοινού κοιμητηρίου, καλούνται Τελώνια και είθα επίφοβα εις τους διαβάτας εις εναέρια δαιμόνια.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1926
)
Ο γαλανός ο Λούγκαρης
Ο γαλανός ο Λούγκαρης ήτανε καταχανάς από το Κακοδίκι. Δεν έλειπε από ποθενά. Όπου γάμος και τραπέζι και κείνος εις τη μέση. Ως και στι κόρης του την ξεφάντωση είχε πάει. Και κάθε φορά σ’ένα ξεφανερωνότανε για νάχη να το λέη και στσ’ άλλους. Όλοι πηγαίνανε κανίσκια τσσοί δικούς τωνε σαν επαντρευότανε και μόνο <Ο Γαλανός ο Λούγκαρης από το Κακοδίκι πήγαινε στσοί γάμους δίχως να κρατά κανίσκι>Μια μέρα...
Κυρμιζάκη, Αγλαΐα
Ο λαός δεν τρώγει το κρέας κρημνισθέντος ζώου ή φονευμένου θηράματος εάν τυχόν ήθελε μείνη έξω την νύκτα, διότι ως υποπτεύει το επεσκίασεν ο διάβολος'' Δρασκέλισε το ήσκιωμα'' Του κρημνισθέντος δε ζώου δεν τρώγει το κρέας και εάν παρετήρησεν όρνεα τρώγοντα εξ'αυτού. Των δε σφαγείων το κρέας, εάν τυχόν ήθελε μείνη δια την επομένην διαπερά δια τινος σιδήρου οργάνου, ίνα μη υποστή την επήρειαν του πονηρούν...
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
Καταχανάδες
Όπως επίστευαν οι αρχαίοι ότι οι ψυχές κείνων που δεν τους έθαφταν εγύριζαν για τιμωρία την νύχτα, έτσι και όσοι σήμερα πεθαίνουν αξομολόγητοι ή ακοινώνητοι καταχανιάζουν δηλαδή γυρίζουν την νύχτα και πειράζουν τους ζωντανούς. <Για να κατακάτσουν οι πεθαμμένοι αυτοί πρέπει να τους κάμουν οι συγγενείς τους σαραντολούτουργον και πάνω στο μνήμα τους να κάμη ένας παππάς εξορκισμούς.
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Βαρβάλακχας (ο). Παρεφθαρμένος τύπος του βρικόλακας. Κοινόν. Σκωπτ. Αποδίδεται εις τον μεγαλόσωμον, μαυροπρόσωπον, με άσχημην εμφάνισιν και υπερβολικά κοκότροπον, που τρόπον τινά εμφανίζεται σαν βρικόλακας. Συνήθως επισυνάπτεται και το της Νανούς: ‘’Ο Βαρβαλακχας της Νανού’’. Σκώπτεται δε έτσι, γιατί από των παλαιοτάτων χρόνων θρυλείται, ότι εις την εν Σύμη τοποθεσίαν ‘’Νανού’’ υπήρχε φοβερός και...
Καρανικόλας, Σωττήριος Α.
(
1958
)
Ένας έκοψε το δάχτυλό του. Το πέταξε μέσα σε νιά κουφαλωτή πλατάνα και είπε να το πάρη ο διάβολος. Μπήκε μέσα στο δάχτυλο ο διάβολος και εβουρκολάκιασε. Την νύχτα εγινότανε ασκί και έβγαινε και κύλαε στο δρόμο. Όσοι το γλέπανε πεθαίνανε από το φόβο τους. Δεν ηξεύρανε τι τανε και λέγανε τι τανε στοιχειό και λαβώνει τον κόσμο. ναι βραδειά οι άνδρες βάλανε στοίχημα εκατό γρόσια να ντα πάρη όγοιος του...
Μαντζουράνης, Εμμ.
(
1914
)
Άλλ’ νιά βουλά ένας Βουστιν’τσιώτ’ς π τουν έλιγαν Φλουρουν’ κουλό, ξιχείμαζι μι τα πρόβατά τα’ ς τα Μαλαντρίν. Κι κεί πέθανι κι τουν έθαψαν. Αλλά βρουκουλάκιασι κ’ έρχιταν ‘ς τα Βουστνίτσα ‘ς τα γ’ναίκα τα κι ‘ς τα πιδγιά τ. Έπγιανι χτέν’ζι τα πιδγιά. Πήι, ματαπήι.. κι ‘ς τάλλου κουντά ρήχκι κι τα γ’ναίκας τ. Αυτήν δεγ κόται να ειπή σι κανέναν τίπουτα, γιάτ τα έλιι ου βρουκόλακας να μήμ πή τίπουτα....
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Βουρκόλακας= δαίμων εις νεκρούς αμαρτωλούς, εξ ού η φράσιν ο τάδε εβρουκόλακιασε.
Δουκάκης, Δημήτριος Χρ.
(
1921
)
Τους Βρυκόλακας παριστάνουν ως οιοκόν (Τουλούμιον)έχοντας προβοσκίδα μόνον και ένα οφθαλμόν και άνευ ποδέν ή ως πύρ. Παράγονται δε ούτοι από αποθνήσκοντας αμαρτωλούς και δεν αφήνουν τας κατοικίας των ένθα έζησαν εν ανθρωπίνω οχήματι πρίν παρέθουν 40 ημέρας, αλλά περιφέρονται εν αυτώ ενοχλούν πάντας τους εκεί ευρισκομένους συνήθως νύκτα και επιφέρουν διαφόρους ζημίας εις αυτούς. Δύνανται οι Βρυκόλακες...
Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Ν.
(
1921
)
Οι βρυκόλακες
Πίστευαν ότι βρυκολακιάζουν κυρίως μωαμεθανοί. Γι αυτό απόφευγαν γενικά να περνούν τη νύχτα από Τούρκικα νεκροταφεία. Παραδεχόταν όμως ότι βρυκολακιάζουν κάποτε και χριστιανοί αμαρτωλοί, ύστερα από ψεύτικον όσκο, από κατάρα, από φόνο που τυχόν είχανε διαπράξει στη ζωή τους. Οι βρυκόλακες στη φαντασία του λαού είχαν μορφή σκελετού ανθρώπου, που ερχόντανε κ’έξυναν με τα νύχια τους τις πόρτες ή τους...
Άκογλους, Ξενοφών Κ.
(
1939
)
Ο Καταχανάς κι ο Παπα- Σάββας
Μάννα δα κακομίτσα. Έμαθες τα που καταχάνεψεν ο συγχωρεμένος ο Π.;Την περασμένην νύχταν ήρτεν στο σπήτιν μου κι ‘έν μ’αφήκε να κλείσω ‘μμάτι ίσια με το πρώτον λάλημα του πετεινού… εις το χωρίον Τριάντα επιστεύετο ότι οι αποθνήσκοντες ‘’αξομολόγητοι και ακοινώνητοι’’ και οι αμαρτωλοί ‘’εκαταχάνευαν’’ και περιήρχοντο προς τιμωρίαν όρη, δάση, βουνά και κάμπους, μετέβαινον δ’έστιν ότε νύκτωρ εις τας οικίας...
Λαγκάνης, Ευστάθιος
(
1929
)
Ο νεκροί ουδ' επί στιγμήν πρέπει να μείνη μόνος ουδ' ο κατορυχθείς αυτού τάφος ουδέ να πηδήν αυτόν(τον νεκρόν) γαλή διότι εν εναυτία περιπτώσει βρουκολακιάζει (γίνεται βρικόλαξ).
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος
(
1919
)
«
»
Αναζήτηση στο DSpace
Αυτή η συλλογή
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Αυτή η συλλογή
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση