Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1981-2000 of 6798
Για τα γίδια λέμε ότι έχουν το διάβολο καβάλλα. Κάποτε τα καβαλλάει και παίρνουν δρόμο και δεν μπορεί ο τζομπάνος να τα πιάση.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Ο αφωρεσμένος και το λυκοφάγωμα
Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιομπάνος. Πρόβατα πολλά δεν είχε, μόν’ έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά «τσιέλεγκα» κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τ’ και τ’ αγγόνια του για παραγκόμ’ κι απόμεινε. Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή, οι ρούγες , τα μονοπάτια, τα σύρματα, οι κλεφτόβρυσες...
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1953
)
Η αναποδοφωτιά
Πολλάκις εις τους οδοιπορούντας κατά τας ασελήνους και σκοτεινάς νύκτας, παρουσιάζεται εξαφνικά έμπροσθέν των ένα ξωτικό, υπό μορφήν μικρού κυνηγετικού σκύλου – σαν ζαγάρι – κατά την έκφρασιν των χωρικών, το οποίον βαδίζει άνω και κάτω του δρόμου και παρά τους πόδας του ανθρώπου, σαν να θέλη να τον ενοχλή και να του φέρη εμπόδια στο δρόμο του και δυσκολία στην πορεία του. Για μια στιγμή εξαφανίζεται...
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1953
)
Ο Διάολος, ο έξω απ’ ε’ώ αυτός έχει πολλές μορφές γίνεται λούγρα, γάαρος, κάττης, μουλάρι, σκύλλος.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Το τσατάλι ήκαμε το διάολο κ’ ήσκασενε. Μια φορά ο διάολος είδεν ένα χωράφι σκαμμένο κ’ εκοίταζε να ΄βρη τσι παδουλιές αυτουνού που το σκαψε, μα δεν ηύρηκε καμμιά, γιατί το ‘χενε σκάψει με το τσατάλι. Από το κακό του ήσκασε. Ο σκάπτων την γην με το τσατάλι σκάπτει αντιστρόφως ή ο σκάπτων με την αξίνην. Ο πρώτος δηλ. ίσταται επί του χέρσου, εμπηγνύει δια της πιέσεως του δεξιού ποδός το τσατάλι εντός...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Μια φορά που ήμουν μικρός άκουσα τς γερόντους να κουβεντιάζουν, ο ένας με τον άλλον. Ο ένας έλεγε: - Όταν κίναγα να πάνω για κλεψά αν δεν θα μου έβγαινε σκυλί αμπρουστά να με πάνιγε και να μ’ έγερνε, δεν έπαιρνα τίποτα, δεν μπόραγα να κλέψω. Κι όταν μου έβγαινε το σκυλί, που κίναγα να πάνω να κλέψω, πάνιγα για κλεψά. Και κίρδιζα. Ο άλλος του είπε. Ήταν ο διάβολος αυτός οπού σου έβγαινε το σκυλί εμπροστά,...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Οξαποδώ (ο). Σκωπτ. Ο θέλων να βλάπτη και να πειράζη τον άλλον, όπως και ο πειρασμός, που αποκαλείται και αυτός με την ιδίαν έκφρασιν:Τι ‘ναιμ, bρε, ο οξαποδώ ε(γ)ίνης».
Καρανικόλας, Σωττήριος Α.
(
1958
)
Διάβολος
Παρουσιάζεται σα σκυλί, σα γάτα. Εάν έχης σκυλί μαζί σου ο διάβολος δεν παρουσιάζεται. Σε ένα μας έλεγαν ότι άμα περπατούσε την νύκτα του παρουσιαζόντανε στο δρόμο και τον εκαβαλλίκευε ο διάβολος και τον ετσιμπούσε και του έλεγε «τσούξ» όπως εβαρούσε αυτός και ομιλούσε στο γαϊδούρι για να περπατή.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Ο διάβολος πάει στη γυναίκα την νύκτα που κοιμάται και της κάνει στο σώμα της πατησιές. [=σημάδια πατημάτων]
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Ο ίδιος είχε ‘δη πάλι τα μεσάνυχτα που ερχόνταν στην εκκλησά εκεί πάλι στον Άλιτα μια γουρούνα, σκρόφα που τη λέομε (ν)α τον παίρη α’ό πίσω. Άμα έφτασε στα σκαλιά της εκκλησιάς η σκρόφα τον έφηκε πίσω τότε επηχήστη (=θύμωσε) και την εκαταράστη: Ας τον όξω από δουά. Ύστερα ήμπε μέσ’ στην εκκλησία κ’ ήψε τα καντήλια κ’ ύστερα τον κοίταξε ο παπάς και είχαν στραβήσει τα μούτσουνά του και είχαν πάει στα...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μου είχε διηγηθή κάποτες ο μπάρμπας μου, που πέθανε το 1945, ότι κάποιος διαβάτης ερχόντανε από το Σούλι και κατίβαινε προς τα κάτου. Μόλις, λέει, έφτασι στο ποτάμ – στο Ντάλα – ήταν νύχτα – ακούει όργανα, βλέπει κόσμο, σαν γάμος σωστός. Προχώρεσε και πλησίασι. Μόλις έφθασι εκεί αμέσως τον επήραν και του προτείναν θέση να γλεντήση. Κι αυτός βλέπει να χορεύουν, να τρώνε ψητό και να πίνουν. Το ίδιο...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Λένε πως κάποτε ο Θεός ρώτησε το διάβολο: «τι κάνεις τέλος πάντων στους ανθρώπους και σκάζουνε από φόβο;» «Να, έλα μαζί μου να ιδής» του αποκρίθη. Τράβηξαν μεσάνυχτα σ’ ένα μοναχικό δρόμο και κρύφτηκαν παράμερα. Τότε ακούστηκε νάρχεται απ’ αντίπερα ένας μεθυσμένος. Ο διάβολος μαζεύτη έγινε ένα κουβαράκι και ο μεθυσμένος πέρασε συνεχίζοντας το τραγούδι του. Μετά από λίγο φάνηκε νάρχεται πάνω σ’ ένα...
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Η γυναίκα που ΄βαλε το διάολο μεσ’ στο bοκάλι. Ο Αγιος Αντώνης είχενε το διάολο βάλει μεσ’ στο bοκάλι. Εθαρρεύτηκενε μια γυναίκα κ’ εξεβούλωσε το bοκάλι κ’ επετάχτηκανε αυτός έξω. Ευτή λοιπό έξυπνη, του λέει: για ‘μπα, λέει, μέσα να δω πως ήμπηκες; Σε χωρεί; Ήμπηκενε μέσα και τον ήκλεισενε και από το gάμο dου ήσκασε. Γιαυτό συνηθούν και λένε «η γυναίκα ήβαλε το διάολο μέσ’ στο bοκάλι.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Εδώ στη Μούργκα και Φλάμπουρο, βουνά του Σουλιού, ακούγανε από δω και κάμποσα χρόνια άργανα, κλαρίνα, ντέφια, να βαράνε. Μου ‘λεγε ο πάππος μου πως τ’ άκουε κ’ ήταν διαβόλ’ που βαρούσανε και δεν πλησίαζαν οι τζομπαναραίοι καθόλου προς τα εκεί.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Ζαγιούλια= δαιμόνια. Αυτά γίνονταν πρόβατα, γάτες κ.τ.λ.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1943
)
Τα μικρά παιδιά τα μικρά δεν κάνει να πάνε στο μύλο, γιατί ντέν’ν, δηλαδή παίρνουν από ήσκιωμα. Και άνθρωπος που έχει σιλιασμό απαγορεύεται να ζυγώση το μύλο, γιατί τη νύχτα παράωρα στο μύλο έρχονται ξωτικά οι δαιμοναραίοι, οι διαβόλοι, και με συχωρήτε για τη λέξ’. Πολλές φορές λυούνε το μύλο, δηλαδή λυούνε, τη σταματήρα και εργάζεται ο μύλος συνήθως έχει βαρύν ύπνο ο μυλωνάς: Αλέθ’ ο μύλος, δεν ακούει...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Στις κουφάλες από τα δέντρα συχνάζει ο διάβολος και γι’ αυτό τα κυνηγάει, τα βαράει και κεραυνός, γιατί πάει εκεί ο διάβολος. Αυτό έχει γίνει σε μια βάβω δικιά μου. Είχε πάει τα γελάδια της και καθόντανε από κάτ’ από να δέντρο, κ’ εκείνη τη στιγμή θα βαρούσε κεραυνός, γιατί ήταν ο διάβολος μέσα στην κουφάλα και βγαίνει μία γυναίκα άγνωστη, άγνωστη γυναίκα εντελώς και φώναξε τ΄όνομά της. Έβρεχε κ εbουbούνιζε...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1958
)
Του διαόλου έργα είναι τα φονικά και τα σκοτώματα και τα χωρίρματα. (=χωρίσματα, χωρισμοί των ανdρογύνων.)
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Στο σκοτεινιασμό (= όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη) καθήμενος σε μια γωνιά τ’ αμπελιού έβοσκα δυο οικόσιτα. Βλέπω ένα άθρωπο να σηκώνη ένα γομάρι κλήματα κακοδεμένα και να σύρνωνται τα κλήματα από πίσω του χάμαι και να μη πηγαίνη το δρόμο μόνον να πηγαίνη αλλού. Για να δω ποιος είναι εκατέβηκα στο ρυάκα. Σε ένα λεπτό, να ‘ρθη μια αστραπή μέσ’ στα μάθια μου και ένας αέρας χωρίς να μου ‘γγίξη χέρι τίποτα...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Οι Καταχανάες εβγαίναν τα μεσάνυχτα κ(αι) επηαίναν κ(αι) εμπαίναν στα σπίτια που ‘χε λεχούσες, μπαίναν απ’ το φανόχτη (καπνοδ.) και πνίαν τα μωρά καμμιά φορά και τη λεχούσα. Και βρίσκοντο άμα τα επνίαν ευρίσκοντο κάτι μελανιές και καταλαβαίναμε ότι έρκουντο οι καταχανάες και επνίαν τα. Γιαυτό όπου είχε τρύπα την εφράσσαν και κάτω από τα μαξιλλάρια εβάλαν ένα ψαλί(δι) με το κρομμύδι και ‘κονισματάκι...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login