Στο σκοτεινιασμό (= όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη) καθήμενος σε μια γωνιά τ’ αμπελιού έβοσκα δυο οικόσιτα. Βλέπω ένα άθρωπο να σηκώνη ένα γομάρι κλήματα κακοδεμένα και να σύρνωνται τα κλήματα από πίσω του χάμαι και να μη πηγαίνη το δρόμο μόνον να πηγαίνη αλλού. Για να δω ποιος είναι εκατέβηκα στο ρυάκα. Σε ένα λεπτό, να ‘ρθη μια αστραπή μέσ’ στα μάθια μου και ένας αέρας χωρίς να μου ‘γγίξη χέρι τίποτα κ’ επήγα ανάσκελα κάτω. Πριν να πάω κάτω είπα «πρόφταξε Παναγία μου». Αμέσως σηκώνομαι κ’ ενόμιζες πως ήπεσα απάνω σε στρώμα. Ήτανε δα ο σατανάς. Τον εγνώρισα από τη bορπατηξά του και από το μέρος που πήγαινε γιατί δεν επήγαινε το δρόμο.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΦιλώτιΧρόνος καταγραφής
1959Πηγή
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 389, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2303, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT