Στις κουφάλες από τα δέντρα συχνάζει ο διάβολος και γι’ αυτό τα κυνηγάει, τα βαράει και κεραυνός, γιατί πάει εκεί ο διάβολος. Αυτό έχει γίνει σε μια βάβω δικιά μου. Είχε πάει τα γελάδια της και καθόντανε από κάτ’ από να δέντρο, κ’ εκείνη τη στιγμή θα βαρούσε κεραυνός, γιατί ήταν ο διάβολος μέσα στην κουφάλα και βγαίνει μία γυναίκα άγνωστη, άγνωστη γυναίκα εντελώς και φώναξε τ΄όνομά της. Έβρεχε κ εbουbούνιζε και δεν ακούστηκε (=δεν άκουσε) η βάβω που βοσκε τα γελάδια. Αυτή, λέει, είπε, όπως είπ’ η βάβω μ’ τότες, ήτανε η μοίρα μου, η τύχ’ μου. Και όπως δεν άκουσ’ η βάβω μ’, επήγε εκείνη η τύχ’ της και της εβάρεσε τα γελάδια από το δέντρο, τα έβγαλε από το δέντρο έξω. Μόλις τα έβγαλε από το δέντρο έγινε ο δέντρος κομμάτια από τον κεραυνό. Αν δεν τα ‘χε βγάλει η μοίρα της, πάγαιναν τα γελάδια όλα.
Τόπος Καταγραφής
Θεσπρωτία, ΑυλότοποςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Λ. Α. αρ. 2277 Β, σελ. 46, Δημ. Β. Οικονομίδου, Αυλότοπος Σουλίου, 1958Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2277 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT