Μου είχε διηγηθή κάποτες ο μπάρμπας μου, που πέθανε το 1945, ότι κάποιος διαβάτης ερχόντανε από το Σούλι και κατίβαινε προς τα κάτου. Μόλις, λέει, έφτασι στο ποτάμ – στο Ντάλα – ήταν νύχτα – ακούει όργανα, βλέπει κόσμο, σαν γάμος σωστός. Προχώρεσε και πλησίασι. Μόλις έφθασι εκεί αμέσως τον επήραν και του προτείναν θέση να γλεντήση. Κι αυτός βλέπει να χορεύουν, να τρώνε ψητό και να πίνουν. Το ίδιο και αυτός έτρωγι. Τον βάλαν και στο χορό. Χόρευι μαζί με όλους. Ήθελε να φύγ και τον συνόδεψε ένας από δαύτους και στο δρόμο του λέγει: τρέχα για να προφτάσουμι να πας στο σπίτι σου ως τις δώδεκα μεσονυχτίως. Δεν πρόφτασαν να πάνε ως εδώ κι ακούστ’κε ο κόκκορας και ο συνοδός εξαφανίστηκι, τα όργανα σταμάτ’ σαν γιατί η ώρα ήταν δώδεκα. Άλαλος έφτασε σπίτι του και όταν του ξάναρθε η φωνή τ’ διηγήθ’κε όσα του συνέβηκαν και κατάλαβε ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν δαιμοναραίοι. Ο μπάρμπας μου έλεγε πως οι δαιμοναραίοι τότες έβγαιναν μπρος, γιατί ο κόσμος ήταν αθώος, όχι όπως τώρα. Και κάποτε πάλι του είχε ξανασυμβή, είχε ακούσει χορούς και τραγούδια, όργανα και γύρισι από άλλο δρόμο.
Τόπος Καταγραφής
Θεσπρωτία, Σούλι, ΓλυκύΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Λ. Α. αρ. 2277 Α, σελ. 113 - 114, 14, Δημ. Β. Οικονομίδου, Γλυκύ Σουλίου, 1958Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2277 Α, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT