Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1541-1560 of 6798
Η Πάργα έγινε Ελληνικό το 1912. Ως τότε εκάνανε πολύ λαθρεμπόριο (κουνεραπάδα) οι ντόπιοι με την αντικρυνή στεριά. Για να φοβίζουνε λοιπόν τους ανθρώπους και τα παιδιά να μη μαρτυράνε, διαδίδανε πως υπάρχουν φαντάσματα εδώ κι εκεί, που εμείς δεν τα βλέπομε τώρα. Γι' αυτό το νησί μας είναι γιομάτο από τέτοιες ιστορίες με φαντάσματα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Το ίδιο στα Σπήλια. Επήρα μια βάρκα να πάω στα Σπήλια. Είχε πεθάνει ένας αδρεφός μου. Επήα να 'δοποιήσω ένα γαμπρό μου, να μη φύγουνε κατά τσι 11 – 12 τη νύχτα. Όπως επήγαινα εκεί στσι σπηλιές που είναι κάτου από το στεφάνι, ένα κουνέλι με μπαλώματα και μεγάλη ουρά πέρασε ανάμεσα απ' τα σκέλια μου. Έκαμα ναν το πιάσω ξέφυγε, ξαναπέρασε. Όπως επέρασε με μούδιασε, μούδιασε το ποδάρι μου και δεν εμπόρια...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Φαντάσματα
Στη Σαβουρέ παρακάτω 'ς ένα πλατανάκι επερνούσανε κωπέλλια κ' είδανε μια φωθιά να καίη το πλατανάκι, και ταχεά επερνούσανε πάλι κ' είδανε πως το πλατανάκι δεν εκάηκε.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1939
)
Στις τσίπας το λάκκο έχουμε κάτι αμπέλια. Επήγαμε βράδυ να κόχουμε σταφύλια. Από το αμπέλι είδαμε μέσα στις τσίπας το λάκκο να ανάβη μια φωτιά να προχωράη και να φωνάζη όχ ο καϋμένος μου, άχ ο καϋμένος μου. Μετά εξαφανίστηκε. Εμείς που το ξέραμε είπαμε ότι είναι φάντασμα.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ένας Τρύφος ήβλεπε πολλά πράματα. Μπροστά στο σπίτι του, καμιά 50ριά μέτρα ήτανε μια σ'κιά. Και βλέπει καβελαρωμένα 2 βόδια μεγάλα που τρώγανε. Μωρέ, βόδια! Τα βόδια αυτά εγίνανε μιαν άμαξα με δυο άλογα που ερχόντανε κατά πάνω του. Κλεί την πόρτα φοβισμένος και τότες είδε τα βόδια π' αμολυθήκανε δίχως άμαξα και τραβήξανε κατά πάνου, έξω από το χωριό, προς τον Άγιο Λιά.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Εις την περιοχήν Ουτσάνια, όπου εις μίαν τοποθεσίαν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι υπήρχε χωριό, πιστεύουν ότι υπάρχει φάντασμα – Παπάς, το οποίον παρουσιάζεται εις πολλούς την νύχτα ως άνθρωπος, ως αρνί, ως κατσίκα ή ακούν μια ή και πολλές φωνές.
Ανανιάδης, Πέτρος
(
1960
)
Στο Κακολάγγαδο ή στη Γουρ'νοφωλιά
Ήτανε ένας κι έβοσκε γουρούνια και του ‘φυγε ένα και πήε κει και γέννησε και εγίνανε πολλά. Αγριευ’νε αυτά τα ζώα. Λένε πως εκεί είχε πολλά σκιωτικά. (κακός τόπος). Μυθολογούνε πως ένας τσοπάνος εφύλαε γίδια, στην άκρη στο στεφάνι. Βλέπει ένανε στρατιώτη με μπότες κι επερνούσε από την κόψη και πήγαινε προς το παιδί. Εκεί λοιπόν αύτος ευτού, εθέλησε δήθεν τόνε χτυπήση, και το παιδί εσκιάχτηκε κι έμεινε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Δυο παιδιά απ’ τς Πούρτα δούλευαν στην Κόζιανη. Το βράδυ που έσωσαν την δλειά πήγαιναν κατά του χωριό είδανε από πίσω ν’ ακλουθάη ένας παπάς. Πήγαν στου σπίτι και πάει κι ο παπάς μέσα στους σπίτι. Οι άλλοι δεν τον ‘βλέπαν. Το βράδυ που κοιμήθησαν τα πιδιά οπ παπάς πήγε στοόν ύπνον τς κι τζουμάλιτζι. Τα πιδιά σκώθηκαν την άλλην ΄μέραν του λεγαν στους άλλους κι κείνοι δεν τουν πίστευαν. Του βράδυ πάλι...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ημέρα Τρίτη ήτο και ζευγάριζε ο πεττερός μου στα Διαστικά. (βορ.) νυχτώθηκε κι αντί (ν)α γυρίση στο σπίτι πήρε το περιθαλάσσιο κ(αι) επή'ε σ' ένα άλλο χτήμα (ν)α μείνη, όταν έφτασε στον Πλώμο (βορ. αν.) γλέπει μπροστά του μια ασπροφορεμένη γεναίκα που (δ)εν την ήξερε, προχώρησε κι όταν έφτασε στο πη'άδι έχασε την γεναίκα απ(ό) ομπρός μου. Όταν πέρασε το πη'άδι κ' είχε φτάσει στην Εβριά (ανατ.) γλέπει...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Φαντάσματα
Σ' ένα μέρος τω Λάκκω, 'ς του Χανταλέ το Χαντάκι λένε πως σφαντάσσει. Εκειά 'περνούσανε μιαν – αργαδινή κωπέλλια κ' είδανε έναν κωπέλλι να τα κυνηγά ώςτιν' απού 'προβάλανε 'ς τη Σαβουρέ κ' είδανε την – εκκλησιά. Ετότες εχάθηκε. [Εκ Κυδωνίας. Περί φαντασμάτων γενικώς βλ. Στίλπ. Κυριακίδου, Ελληνική Λαογραφία Α' 195 – 6].
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1939
)
Ένα βράδυ κατά τσι 11 η ώρα, εκοιλοπονούσε η νύφη μου κι όπως επήγαινα στο χωριό απάνου, βλέπω μια γυναίκα ψηλή μ’ ένα ντενεκέ στα χέρια και δίνει ένα σάλτο και κατεβαίνει εδεκεί στα Λαγκάδια. Ανέβηκ’ η γυναίκα απά στο πουγάδι, συνέχεια. Έρρ’χνε τον ντενεκέ και τον έβγανε απά στο πουγάδι, συνέχεια. Είπα ‘γώ. Αυτή είναι γυναίκα και παίρνει νερό. Αλλά όταν εγύρισα στο χωριό κι είδα το σπίτι της γυναικός...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
ο, αδιάσκελας= φάντασμα δυνάμενον να διασκελίζη χάσμα τι παρά την χώραν της Μυκόνου.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1923
)
Όταν το σκυλί έχει πάνω από το μάτι μια γραμμή από κόκκινο χρώμα σα να έχη δεύτερα μάτια κυνηγάει τα φαντάσματα και λέμε τεσσερομάτικο.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Κάθε βράδυ μετά την δουλειά επηγαίναμε προς τον Άη Νικόλα. Μόλις βγήκα εσταματήσαμε και ανάψαμε τσιγούρα και αμέσως κάτι σαν αλαπού σαν σκυλί βγαίνει από την κλειστή πόρτα της εκκλησίας. Μας έκοψε το δρόμο και είχε χρώμα κόκκινο. [τσιγούρα= φωτιά]
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Στη Μαύρη λαγκάδα. (Μια αμοσκάλη στη θάλασσα). Ήτανε ένας φουντάδας (=αγκυροβολημένος) εκεί με μια βάρκα τη νύχτα κι άκουε πέτρες και ντενεκέδες και όργανα, που του χτυπάανε ξωτικά και σηκώθηκε κι έφυγε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Εδώ δε ωρισμένα σπίτια έβγαιναν τα φαντάσματα. Ένας που έβγαινε αρρώτηξε ποιος μπορεί να το ξεκάμη. Κάθεται και κάνει ένα μικρό χωμί – τσουράκι στο νταβά. Παίρνει μια τσότρα κρασί. Εβγήκε ώρα μεσάνυχτα και λέει: άντε κουμπάρε σε προσκαλούν. Αφού τον κάλεσε επήρε το ψωμί και το κρασί εξεκίνησε για να τον πάη σε ξένο σύννορο. Αυτό το φάντασμα επατούσε τα κατσίκια καθότανε εδώ στην πλατεία και κάπνιζε...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
φάντασμα, το= το φάντασμα, δαίμων, βρικόλακας.
Γιαννακούρος, Ιω.
(
1929
)
Η κυρά με το φουσάτο!
(Φόβισμα για τα παιδιά. Φάε το φαΐ σου μην έρτη η κυρά με το φουσάτο). Τη φανταζόντανε σαν αρπάχτρα, ντυμένη στ’ άσπρα, που περπατάει τις νύχτες. (Επηγαίνανε κάτι γυναίκες νύχτα να πάνε για νερό και χτύπησε τση γειτόνισσας να πάνε για νερό στην Καμάρα είδε τη γειτόνισσα να βγαίνη και την πήρε από πίσω, αλλά στο δρόμο ανακάλυψε πως δεν ήταν η γειτόνισσα αλλά η κυρά με το φουσάτο. Της μίλαγε και δεν...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Αφαντασία, φαντασία, φαντασιά= η υπερηφάνεια προς δε αφαντασιά ή φαντασιά καλείται η φωνή ην ακούει τις καθήμενος ή κοιμώμενος καλούσαι αυτόν ονομαστί χωρίς να βλέπη τα ταύτην (την αφαντασίαν) προσωποποιούσα η κοινή αντίληψις θεωρεί γυναικών ευειδέστατην ομοιαύσως προς την άλλαις υπό των κοινών λεγομένων “Καλότυχη, η ανεραΐδα).
Πολίτης, Νικ.
Στην τοποθεσία Ταρλά πήγε ο παπούς μου να ποτήση τα λάχανα. Αφού έβαλε το νερό σε πολλά αυλάκια νύχτα που ήταν αυτός κάθησε στην άκρη στη γωνία στη απουλταριά να περάση η ώρα είδε ένα σαν άνθρωπος αέρας που πέρασε από μπροστά του. Περιμένει να του μιλήση γιατί νόμισε πως ήταν ο dραγάτης ο νεροφύλακας. Δεν του μίλησε αυτός. Τότε σηκώθηκε ο παππούς μου και τον κοιτάζει. Τον κοιτάζει και αυτός βαδίζε....
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login