Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 135781
Ας έχη δόξα ο Κύριος!
(1876)
Λέγω τα πουγαλεμένα μ'
(1911)
Κάκκαδο μου γινες
(1902)
Ερμηνεία: Εμπόδιο
Κούπα ανάσκελα
(1911)
Δούγα τόχω τ' αυτί
Μετ' ενδιαφέροντος ακούει
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια
(1937)
Ξεχνά το Σάββατο
Εκλήσμεν
Έτζ' τζ' είμαι σαρράφης
Συνοδεύεται από κείμενο...
Είναι στη λάβρα του
(1919)
Δανεικά κι αγύριστα
(1880)
Φράσις
Ου Θιός δεν είνι βλάχους
(1959)
Ο Γενάρης γεννά τζαί πογεννά
(1931)
Είναι άστατος μήνας δηλαδή
Ηύρε το λουλούδι να πάρη μυρωδιάν
(1893)
Επί ανεπυτιχούς επέμβασης
Κοράγγιος
(1917)
Ερμηνεία: Επώνυμον παλαιού εμπορικού οίκου εν Κερκύρα με τιμίαις ωρισμέναις και ολίγον μεγάλαις
Ν νούβια τηρούν κι παίρν του πανί
Νούβια (η) = ούβια = τα άκρα του υφάσματος
Τ'ν έφαε τ' bήττα
(1943)
Απέτυχε
Παπά παιδί, διαόλεγγόνι
(1876)
Εδώ καράβια πνίγονται και σείς βαρκιά μ που πάτε
Κούλα(;) χολογιέσαι
Κάθε πέρσι πλεια καλά
(1891)
Ερμηνεία: Τα πέρισυ αεί βελτίω
Απρίλλης Μάς, κοντά ν΄το θέρος
(1896)
Επί προσφάτων
Απόχει χάνει
(1935)
Απόχει χάνει = απόει χάνει ή απέει χάνει
Να λέπτά, δός μου κρζάς
(1943)
Πάρε όνομα και πέσε κοίμου
(1937)
Ξένο ψωμί, δικό μου μαχαίρι
(1876)
Ζέφκι αγάς, στα κόπρια (Βεν. Παρ. 91 Ζ 9)
(1923)
Ζέφκι=η λέξις τουρκική, σημαίνουσα διασκέδασις, απόλαυσις
Εις μεγάλο κακό χρειάζεται μεγάλο γιατρικό
(1906)
Ερμηνεία: Εις μέγα έργον απαιτείται μέγα αντιστάθμισμα
Κόψε με, αγά, ν' αγιάσω
(1892)
Πρός αντίστασιν δειλός
Απάν ς σα πουδαρομύτια τ πορπατεί
(1874)
Ερμηνεία: Επί άκρων των ποδών βαδίζει...
Ερμηνεία: Επί των ακκιζομένων - “άκροις ταρσοίς” Ανακρ. Η'4...
Ερμηνεία: Επί των ακκιζομένων - “άκροις ταρσοίς” Ανακρ. Η'4...
Εσύ αν είσαι αλεπού, εγώ πα είμαι τ' ουράδι σ'
(1939)
Εσύ αν είσαι η αλεπού, κ' εγώ είμαι η ουρά σου
Να bεdε δό μ τσιτσί
(1917)
Ξωπαναυρα χωργκάτης αλλαμένος
(1930)
Ερμηνεία: Επί των πειρωμένων να κατορθώσουν τι, αφού απολέσθη η προς τουτο ευκαιρία, ως πράττει ανόητος τις, ενδυόμενος μεγαλοπρεπής (αλλάσσων) “κατόπιν εορτής”
Κτσαίν' η καμήλα 'που του φτί
Κτσαίν' = Κουτσαίνει
(Είναι) διάολος από το ρέμμα!
(1938)
Ερμηνεία: Λέγεται επί παμπονήρου
Άρκος και πελλός όπως του δόξη
(1943)
Ο πλούσιος και ο τρελλός έχουν ιδιοτροπίες και παραδοξότητες εξ ίσου
Ερόdων, έπαιρνε βουλή κι' αθρώπω μαθημένω, οπόχουσι bολύ ψωμί κι' αλάτσι φαωμένο
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να συμβουλευώμεθα τους ηλικιωμένους και τους έμπειρους
Σαν του σκόρδου σ' αγαπώ
(1891)
Ερμηνεία: Σε αγαπώ πάρα πολύ (κατ΄ευφημισμόν)
Κι' αν καλοβόσκω χουμά θα πιω, κι αν κακοβόσκω χουμά θα πιω
(1917)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Δούλιυέ μι κακουρίζ'κι να μη γένου σαν κι ισένα
(1915)
Επί της εκμεταλεύσεως των πτωχών εκ μέρους απλήστων πλουσίων
Καλεμέντσα κοσσάρα στην αυλή μ', κάν κι ώβαζ σα μ' ώβαζ
(1911)
Καλεμέντσα = όμορφη
Η πολυσπορά νικά την αστοχιά
(1928)
Όταν έχεις πολύ σπόρο σπαρμένο όσο κι αν αστοχήσεις πάλι θα κάμης και πολύ καρπό
Αν δεν ξεξιλίση το καματερό, μην το λιμπιστής
(1889)
Ερμηνεία: Μηδένα προ του τέλους μακάριζε
Το δίκλοπον το πουλίν ασ σα δυο ποδάρεα πιάσκεται
(1881)
Ερμηνεία: Επί πανούργου ανθρώπου περιπλεκομένου ον δεν δύναται ν' αποφύγη
Η καλοζωή βαστά το γέρο κι' ο πηλός τον τοίχο
(1895)
Ερμηνεία: Κι' ο πηλός συγκρατή τον τοίχον ούτω και ο άνετος βίος τον γέροντα εν τη ζωή
Ο κλέφτης το εβέdισμα 'ια παναΰρι το 'χει
(1934)
Τονίζεται ο βαθμός της αναισχυντίας του κλέπτου και οιουδήποτε άλλου κακοποιού
Κάλλια τ' Αγι' Αντωνιού φωτιά, παρά τσ' αγάπης κρίση
(1940)
Η φωτιά τ' Αγι' Αντωνιού αλίμονο να σε κάψη
Αν κάναν όλες οι μέλ'σσες μέλ' θα τρώγανα κ' οι κατσιβέλ'
(1916)
Ερμηνεία: Ήτοι όλοι οι άνθρωποι που είναι χρήσιμοι εις την κοινωνίαν
Κάθε κατεργάρης στο bάγκο του
(1920)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Είμαι στον καλό μου [ή κακόν μου] άγγελον
(1892)
Αντί ευρίσκομαι εις την καλήν [ή κακήν] διάθεσιν
Κατά την ούγια κι του πανί
Από την αξία των γονέων κανείς και τα παιδιά
Άφσ' τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς
Ερμηνεία: Επί γεγονότων τετελεσμένων
Άμον ντ ελάλεσεν ο κολογκυθάς οφέτος λαμπράν κ' έχομεν
(1874)
Ως ελάλησεν η κολοκύνθα εφέτος ουκ έχομεν Πάσχα
Βάστα, 'έρο, βάστα και, σαν απεθάνης, άσ'τα
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να κρατάμε μέρος της περιουσίας μας μέχρι του θανάτου μας
Αυτό που μούκαμης θα μου το κρεμάσης σκουλαρίκι σ' ταύτι
Ερμηνεία: Αλησμόνητον
Ατά έν' gόσμος! Υρίζει ανdί κωθάρα
(1951)
Αυτός είν' ο κόσμος! Γυρίζει σαν κλωθάρι. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Κωθάρα είναι το αδράχτι που γνέθουν με το ακτινωτό σφοντύλι
Είναι νερό για λειτουγιά
(1953)
Λέγεται ειρωνικώς επ' εκείνων που θέλουν να φαίνωνται αθώοι, ενώ γέμουσιν απομημάτων
Η ολίη γης σε τρέφει κι η πολλή σ' εξολοτρέφει
(1895)
Ερμηνεία: Διότι λέγουν ότι όταν 'εχη τις πολλαίς γαίας δεν δύναται να τας καλλιεργήση και να καρπωθή εξ' αυτών
Ο λύκος πρόβατο δε γίνεται κι' αν γίνη δεν κουρεύεται
(1956)
Λέγεται για ανθρώπους ατάκτους
Μπαίνει, βκαίνει σαν τογ κώλον της όρνιθας
(1940)
Δι' όσους είναι ανήσυχοι ως τα παιδιά, που “εν έχουσι κάτσιμον μηδέ παμόν”
Όποιος περιμένει απ' αλλουνού σκουτέλλι, ένει νηστικός
(1952)
Σκουτέλλι = βαθύγυρο πιάτο, σα γαβάθα
Να το γρόσ' δό μ' το ψάρ'
(1915)
Δόμ' ή πάρ'. Ερμηνεία: Λέγεται κυίως κατ' εκείνων οίτινες χωρίς να εξετάσωσι το ποιόν του υπ' αυτών αγορασθησομένου πράγματος και να ερωτήσωσι περί της τιμής αυτού προβαίνουσιν είς την αγοράν, έπειτα δέ και κατά πάντων των ...
Βάλε κουτσιά, στημ ποκουτσιάν, να ξηλειφτής τοσ σπόρον
(1940)
Κατά την “ποκουτσιάν” νέα καλλιέργεια κουκιών, δεν θα αποδώση τίποτε διά το παράκαιρον, όπως και καθετί που διαπράττεται ακαίρως
Με τον οκτρόν μου να δω, με τον σταυρόμ να βάλω
(1920)
Οκτρός = εχθρός, διάβολος
Εγώ σε μιλώ και συ πέρα βρέχ'
(1889)
Επί των μη προσεχόντων τας συμβουλαί άλλου
Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι
(1916)
Δίκηον έχει το καλάμι δίχως άνεμο να σειέται αμ' εσύ ξεροκουλούμπα ποιός σε σείει και σειέσαι;
(1940)
Ξεροκουλούμπα = το στέλεχος της κράμβης
Μάης μαΐτσης μαγιανός και Θεριστής θεριστινός
(1952)
Μαΐτσης, μαγιανός = φτιαστές λέξεις, επειδή ο Μάης έχει ομορφιές και μάγια, μα ύστερα έρχεται ο Θεριστής (Ιούνιος) που μας θερίζει από την πείνα. Η νέα σοδειά δεν έγινε ακόμη
Αφήκαμεν τα θέρη μας και ξικανναουρίζουμεν
(1943)
Δηλαδή, αφίσαμεν τα ουσιώδη και ασχολούμεθα δια τα επουσιώδη
Τα ξένα παίνηυέ τα κι μην τα πιρπατάς
(1918)
Ερμηνεία: Δύσκολος ο βίος της ξενιτειάς
Μαυλάει τον καυγά
(1953)
μαυλάω (ρ.)=καλώ οικόσιτα ζώα δι' ειδικής δι' έκαστον φωνής. Η φράση “μαυλάει τον καυγά” σημαίνει επιδιώκει φιλονικίαν