Αναζήτηση
Αποτελέσματα 135501-135600 από 135781
Όdε ζυμώσης, χόρτασε, κι όdε χοιροσφαΐσης κι ότι να gίξης το κρασί κι όdε dο σακκουλίσης
(1963)
Δηλαδή κατά την εποχή της συγκομιδής μπορεί κανείς να κάμη μεγαλύτερη από την συνηθισμένη κατανάλωση
Κάλλιο να τον ακούω να χαίρομαι παρά να τον βλέπω να καίγουμαι
(1956)
Η μάννα χαίρεται να ακούη ότι ευτυχεί ο γιός της, ας είναι και μακριά,παρά να δυστυχή και να τον έχη πλάγι της.
Τσή καλομοίρας το παιδί το πρώτο νάναι θηλυκό
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν το πρώτο παιδί γεννηθή κορίτσι, ενώ οι γονείς το ήθελαν αγόρι. Δηλ., είναι τυχερή η μητέρα, γιατί θα μεγαλώση να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης λέγεται και όταν θέλουν να είναι κορίτσι ...
Ό,τι κι' αν περιγελάσης, το νίβεσαι, μόνε δεσπότη αν περιγελάσης, δεσπότης δε γίνεσαι
(1956)
Ερμηνεία: Μη περιγελάς κανένα και οι άλλοι θα σε περιγελάσουν γι' αυτά που κάμεις· πρόσεξε ποτέ σου μη περιγελάσης μητροπολίτη
Μεγ κάτσης με πολιτιτζήν, τζαι πει σου είνταν έτζείνη, τζαι πει σου λόγια περισσά, τζαι κάμει σε σαν τζείνην
(1940)
Πολιτιζτή η πόρνη: Εμ μια πολιτιτζή τουτη. Η ρήγαινα απευθυνομένη προς τν Π. Αλεμάν (Μαχαιράς) λέγει: Η κακή πολιτική, χωρίζεις με από τον άντραμ μου. Η λέξις έχει την σημασίαν αυτήν απο μακρού χρόνου
Να 'δα 'κείνος, πο' 'θώριε dου κρϊού τα νιτερέσα κι' εκρέμουdανε κι' ενέμενέ dα να πέσουνε να τα φάη
(1963)
Λέγεται για τους τεμπέληδες και τους αμέριμνους, που περιμένουν απ' την τύχη
Εξέχασα πώς είχ' άdρα κι' ήπαιζα με τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Π.χ. “Ω δουλειές που τσ' έχω! Ήπιασα τη gουβέdα κι' εξέχασά τσι. Εσ' εδά την ήμοιασες, εκεινής bου λέει, πως εξέχασα πως είχ' άdρα....”
Αν είναι ρόδο, ναθίση θέλει κι αν είναι gαστρωμένη, να 'εννήση θέλει
(1963)
Λέγεται για κάτι, που θα το δείξει ο καιρός. Συνήθως λέγεται μόνο ο πρώτος στίχος. Ναθίση = να ανθίση, εννήση = θα γεννήση
Όπ' σπέρν' ου πατέρους ουμ κι κλαίει; Θιρίζ' η μάνα μ' κι γιλάει. Κι όπ' σπέρν' ου πατέρας ουμ κι γιλάει, θιρίζ' η μάνα μ' κι κλάει
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που όλοι 'ελού 'ια 'μένα κι ήσκασα κι ε – α τα 'έλοια
(1963)
Λέγεται όταν περιγελούν κάποιον και ή δεν το καταλαβαίνει ή προσποιείται ότι δεν το καταλαβαίνει και γελά κι εκείνος μαζί με τους άλλους
Τσι 'έροdες μη τζ' αρωτάτε, 'ιατί θέσι φαΐ
(1963)
Δηλαδή, οι γέροντες έχουν ανάγκη καλής τροφής
Αν έχης τα καλά παιδιά τα ρούχα τι τα θέλεις; Κι' αν έχης τα κακά παιδιά τα ρούχα τι τι θέλεις;
(1956)
Ρούχα = Περιουσία
Έχε τα πόδια σου ζεστά τη gεφαλή σου κρύα του γιατρού ποτέ να μην έχης τη χρεία
(1956)
Δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος έχει ζεστά τα πόδια του και δεν έχει πυρετό (κρύα τη gεφαλή), δεν έχει αναγκη από ιατρόν
Γελάει με τ κόσμου τς ορές, και τς δε τνε γλέπ'
(1941)
Επί περιγελώντων τους άλλους δια σφάλμα χειρότερον του οποίου κάμνουν οι ίδιοι. Εις ταύτην υπόκειται ο εξής μύθος: Μια βολά η κατσίκα είδε το πρόβατο π σήκωσε τν ορά τ για να κατρήσ και γείπ “Τφού δε dρέπεσαι π σήκωσεες ...
Δε μ' εσώνα dα δικά μου, μόνο 'χω και τα πατρονικά μου
(1963)
Λέγεται, όταν εκτός από τις δικές σου έγνοιες, τις δικές σου δουλειές, τους δικούς σου περισπασμούς και καημούς, σου τυχαίνουν και ξένοι
Ούλα τα Σάββατα να παν και ναρθουνε, των Ρουσαλιών το Σάββατο να μην έρθη!
(1910)
Κατά παράδοσιν, μετά την εορτήν της αναστάσεως (το Πάσχα), όλαι αι εν των Άδη ψυχαί εξέρχονται και περιφέρονται ελευθέρας, την δε 50ην από της Αναστάσεως ημέραν, Σαββάτον, επανέρχονται εις τον άδην μετά λύπης, λέγουσαι το ανωτέρω!
Κόψε ξύλο κάμ' Αdών' κι από πλάτανο Μανώλ' κι αν ρωτήϊς και για το Γάν' ό,τι ξύλο κόψης κάν' και αν πής και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα
(1941)
Προς χλευασμόν βαπτιστικού ονόματος
Ο Θϊός 'αρ να κρούν'κε 'τι σου στσυλλού το κατζί, κάτα μερά χα χάσει α σπίτι
(1951)
Ο Θεός αν ήταν ν' ακούσει του σκύλου το λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι
Έχει και χεριάρικα, έχει και dραπανιάρικα
(1963)
Δηλαδή : υπάρχουν και καλά και κακά Π.χ. “ - Μα ήτον΄ εφέτι οι βαθμοί του Μανώλη καλοί; - Χμ! Είχε gαί χεριάρικοι, είχε gαι dραπανιάρικοι”. Κυριολεκτικώς λέγεται για τα σπαρτά. “Κανένας, λε΄, εδιάηκε να ΄υρίση τα σπαρμένα ...
Καθαένας τάχει dουραδάκι απίσω dου και δε σώνει να ΄υρίση να τα δη και λέει ΄ιά τον αλλο
(1963)
Αντίστοιχη προς το “έκαστος δύο πήρας φέρει”
Μήι του διάβολουν να δής, μήι του σταυρό σου να κάμης
(1941)
Ερμηνεία: Επί πολλών ατυχημάτων ο άνθρωπος επικαλείται την αρωγήν των φίλων και οικείων και ανακουφίζεται, υπάρχουσιν όμως και ατυχήματα τα οποία είναι τόσον σοβαρά ώστε ιαδήποτε των φίλων ή των οικείων αρωγή, είναι ανωφελής. ...
Ονσέτινα 'ά νοίξεις γουϊ, ά νοίξουν τσαί το σόν
(1949)
Γουβί=λάκκος. Σ' όποιον θ' ανοίξεις λάκκο, θ' ανοίξουν και το δικό σου. Ότι παθαίνει ο διπλανός μας, είναι και για μας κακό. Την ψώρα τη γιατρεύανε με πισσαλοιφή.
Ο κάθα είς στο δικό dου σπίτι κι' ο Θεός σε όλα
(1963)
Δηλαδή: ο καθένας διευθύνει το σπίτι του κι ο Θεός τα διευθύνει όλα. Λέγεται και όταν τα μέλη μιας συντροφιάς αποσύρωνται το καθένα στο σπίτι του
Ο νιός, κι΄ ά δεν εθέριζε, gι΄ η νιά, κι΄ ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτέ του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Ο νιός, ά δεν εθέριζε, gι΄ η κόρ΄, ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτές του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Εκείνος που δεν έχει παιδιά έχει ένα gάμο μα 'κείνος πόχει έχει χίλιοι
(1963)
Δηλαδή ένα gάμο = καημό, επειδή δεν έχει παιδί, πόχει = δηλαδή που έχει παιδιά, χίλιοι = χίλιους καημούς, επειδή έχει πολλές φροντίδες
Ήκουα κι' εω Βλακάδες κι εκείνοι 'ν' ανέμοι και κρϋάδες, (η εκείνο)
(1963)
Βλακάδες = είναι επώνυμο : Βλακός
Άλλα μελετού dα βούδια κι' άλλα κάνει ο ζευγάς
(1963)
Λέγεται, όταν σχεδιάζωμε κάτι και ανατρέπονται τα σχέδιά μας. Π.χ. Σήμερα 'λοάριαζα πως θα περιματίζω και πού να ξέρω, είdα θα μου dύχη. -Χμ! Άλλα μελετούνε, λέει, τα βούδια
Η τσούνα αν κι λαΐζ τ' ουδάρ'ν ατ' ς, ο σκύλον κι σουμών
(1939)
Η σκύλα αν δεν κουνήσει την ουρά της ο σκύλος δεν πλησιάζει
Ο Γάνδι και η Χώρα και το μισό τ' Αυδήμ'
(1937)
Την έλεγαν χαριεντιζόμενοι. Υπάρχει δ' ευρύτατη διάδοση ότι ένα δεσπότη αφώρισε τα χωριά αυτά. Μερική μη Γανοχωρίτες, αποδίδουν τον αφορισμό εις την ελευθερία που είχαν μεταξύ τους οι αρραβωνιασμένοι εις τα χωρία αυτά. ...
Μί τον ήλιο τα βγάζουμε με τον ήλιο τα βάζουμε. Τ' έχ' να τα έρμα κι ψοφούνα;
(1939)
Περί των οκνηρώμ ανθρώπων οι οποίοι δεν εγνώριχον την αιτίαν της πενίας και της δυσπραγίας των. Κυρίολεκτικής πρόκειται περί ποιμένων οι οποίοι πολύ μετά την ανατολήν του ήλιου ωδηγούν τα πρόβατα εις βοσκήν και πολύ προ ...
Όλη μέρ΄ αρνί gαι ρίφι και το βράδυ, λέει “Άψε μου κερά, το λύχνο”, να κουρέψω δέκα
(1963)
Καμμιά 'υναίκα, λέ, είχε bρουζίνικα κι ήβαλεν ένα μια βολά να τση τα κουρέψη κι εκούρευγε, λέει, όλη μέρα ΄ναν αρνί κι ένα ρίφι και το βράδυ τσ΄είπε να τάψη το λύχνο να κουρέψη πέdε – δέκα
Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, 'ιάτ' είναι πράμα φανερό, σά dό κερί π' ανάφτει
(1963)
Λέγεται, όταν βήχη κανείς ή όταν είναι ερωτευμένος
Μα είπα σου, πως δε θα βρεξω (ή : πως δε βρέχω) μα είπα σου και πως δε θα θρέψω (ή : πως δε gανω)
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε ένα μόνον δεδομένο
Τάνιν τζό σό σπίτι του να πει, πααίνει μό τό κούρκι να σέσει
(1951)
Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει. Ενώ είναι θεόφτωχος, καμώνεται τον άρχοντα. Κούρκι ήταν η γούνα που φορούσαν οι αγάδες κι οι μπέηδες. Λεβ. 165
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)
Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου.
Ο θεός να σε φυλάη απού το ΄έρο το γρινιάρη κι ΄απού το βοριά το συβροχιάρη
(1963)
Δηλαδή και ο γκρινιάρης γέρος και ο βοριάς ο βροχερός είναι εκνευριστικοί
Κόψε πίρνο κάμ' Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, ανεν πής και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψης κάνει
(1938)
Τα δένδρα αυτά παρομοιάζονται με ανθρώπους, ιδίως ισχυρογνώμονας και ανοήτους
Όποιος είν' 'ραβωνισμένους, πουρπατεί συλλογισμένους, κι' όποιος είνε παντριμένους σαν τουν γάιδαρου διμένους
(1890)
Δημώδης κρίσις περί της θέσεως των μεμνηστευμένων και νενυμφευμένων ως γνωστον ουδεμία εν τη χυδαία γλώσση υπάρχει διαφορά των λέξεων νενυμφευμένος και ύπανδρος, αλλά πάντοτε και επί γυναικών και ανδρών μεταχειρίζεται το ...
Ά να φέξη κι να διούμε, τίνος μάννα κολυμbούμε
(1936)
Την έλεγαν για πράγματα που δεν ήταν γνωστό πότε θα ήταν το τελοσπάντων.. Κάποτε μια νιόπαντρη δεν ήθελε την πεθερά της να κατοική στο σπίτι της. Κι ο άντρας της για να την ευχαριστήση, δήθεν της υποσχέθηκε πως θα την ...
Πως τ΄ ανεβαίνουν τα βουνά και πως τα καγγελίζουν ... οι καημένοι οι φτωχοί!
(1937)
Ερμηνεία : Αυτή η ιστορία ήταν ειρωνική για τους νεοπλούτους, οι οποίοι προσποιούνταν τον λεπτεπίλεπτο και δεν μπορούσαν να βαδίσουν ανηφορικούς δρόμους και να κάνουν βαρειές δουλειές, τις οποίες όμως πριν πλουτήσουν ...
Θε να σε κάμω 'να βρακί κόκκινο και σαλένιο όποτε θέλω να το 'χω κι όποτε να το δένω
(1937)
Το έλεγαν για λογαριασμό του τρίτου, ο οποίος ήθελε να έχει υποχείριον κάποιον άλλον. Κ λέξη σαλένιο σημαίνει μάλλινο
Κ' λάει η πέτρα, αλοί στ' αυγό, κ' λάει τ' αυγό, πάλε αλοί στ' αυγό
(1938)
Ελέγετο δια τους αδυνάτους, όταν ήρχοντο εις διενέξεις με τους ισχυρούς.Οπωσδήποτε οι αδύνατοι θα ήταν οι ζημιωμένοι.Συνήθως εγένετο δια τους κρατούντας, οι οποίοι πάντοτε κατόρθωναν να φαίνωνται ότι έχουν δίκαιον.
Άνεβ' η πράσα στο βουνό κι έσεισε την ορά της, καλώς τη τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τα σκορδαράκια της και με τα γυαλικά της
(1960)
Τη Σαρακοστή λέμε και το μύθο
Του παλληκαριού ξυλές, είναι 'έλια τσαι χαρές. Τσαι του 'έρου τα κανάτσια, νεροχόχλαστα σπανάτσια
(1934)
Η τραχύτης του νέου συζύγου προς την γυναίκα του (ακόμη και δαρμός) αμβλύνεται από την παλληκαριά του, ενώ αι θωπείαι του γέρου προξενούν αηδίαν
Ο Μελέτης εμελέτα τσ' ο Γληόρης εγληόρα και επήρε ο Γληγόρης του Μελέτη τηγ γυναίκα
(1934)
Ο πρώτος στίχος του κοινού διστίχου
Αν ήθε' να 'ναι τα θήμισα καλά, ήτο να κάνουν τσαί τοις γυναίτσες
(1934)
Η παροιμία αναφέρεται εις τας συχνάς διαφωνίας των συνεταιρικώς εργαζομένων. Εθήμισα = τα εξ' ημισείας κανονιζόμενα (κυρίως επί σποράς) εκ της φρ. εφ. Ημίσεος, εφημίσο, εθημίσο εναλλ. Φ – θ
Σφογγάτε τα σειλούδκια σας, τ' άι Φιλίππου δκιάβη
(1940)
Η παροιμία λέγεται συνήθως κατά τον Νοέμβριον αλλά και κατά τας άλλας ακόμη ημέρας επ΄αφορμή όμως αρραβώνων, προς όσους δεν ηρραβωνίσθησαν μέχρι της εορτής του αγίου Φιλίππου, διότι μετ΄αυτήν είναι αδύνατον να επιτραπή ...
Αντάγ γεωρκήσ' η Μεσαρκά τρώουμ μανάδες τζαι παιδκιά τζ' αντάγ γεωρκήσ' η Πάφου πιάσ' τα ρούχα σου τζαι χάθου
(1940)
Η Μεσαορία πολύ μεγάλη και εύφορος πεδιάς είναι ο σιτοβολών της Κύπρου. Η Πάφος βουνώδης παράγει πολύ ολίγην ποσότηρα δημητριακών
Ο γαμπρός για εμ πέρα τζ' εν νάρτη, για μιτσύς εν τζ' εζ να μεαλύνη, για εν να χηρέψη
(1940)
Ειρωνικώς προς τους επιτιμώντας γονείς με θυγατέρας εις ώραν γάμου, ότι τάχα δεν φροντίζουσι δια γαμβρόν
Της γεναίκας σου μυστικόμ μέμ πης, αναγιωτόμ μεμ πιάσης τζαί φίλον ζαφτιέν μεγ κάμης
(1940)
Κάποιος δοκιμάζων την αλήθειαν της συμβουλής του πατρός του, ελθών με κεφάλι τράγου εις σάκκον εκάλεσε την γυναίκα του να τον βοηθήση να κρύψη κάποιον που εσκότωσε. Όταν βραδύτερον την έδειρεν επίτηδες του εφώναξε ότι είναι ...
Είντ' αφρίζεις και ξαφρίζεις, τον παρά μ' έδωσα θα σε φάγω
(1956)
Ερμηνεία: Κάποιος πήγε ν' αγοράση τυρί και τον έδωσαν σαπούνι, το τρώγει και αυτό αφρίζει. Τότε ο αγοραστής είπε, “είντ' αφρίζεις και ξαφρίζεις; τον παρά μ' έδωσα” και τόφαγε. Από τότε απόμεινε η παροιμία, όταν αναγκάζεται ...
Όσο βράζ' η πήλινους η τζερές
(1941)
Τζερές = χύτρα, τέντζερες. Περικοπή παραμυθιού. Μια γυναίκα επανδρώθηκε ένα χήρον που είχε ένα παιδί από την πρώτην του γυναίκα. Κάποτε δε την ερώτηε το άλλο παιδί της: - Πόσο μ' αγαπά; - Όσο βράζει ο πύλινος τζερεμές όταν ...
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων η κόττες
(1936)
Συνηθίζεται στη Βλάστη και στα Σέρβια. Την λέγουν δε σ' εκείνους που αναμιγνύονται εις ξένα έργα και λόγω της αδαημοσύνης των αποτυγχάνουν, εκτίθενται, καταστρέφονται οικονομικώς ή ζημιώνουν ηθικώς. Στα Χάσια και στα Βέντζια ...
Όσο θέλεις δούλευγε, τσ' όσο θέλ' ο Θεός θα σου δώση
(1956)
Οτι παρά του Θεού προσδοκόμεν την αξιοποίησιν του μόχθου μας
Εγνωριστή 'σαι αάπη μου απού το τυροξύστη
(1934)
Επί των ευκόλως προδιδόντων την κακήν διαγωγήν των από τινος μικρού μεν φαινομενικώς αλλ' ενδεικτικού ελαττώματος. Λέγ.ότι η παροιμ. Εγεννήθη εκ τινος περιστατικού γυναικός τινος, ήτις προσκαλούσα τινά να φάγη από τα ...
Χαρά στο που ΄χει στόλ Λίανο χωράφι ή στο Τσεραμί-ν αμπέλι
(1934)
Μεταφορικά η παροιμία λέγεται επί των διαθετόντων υλικά μέσα προς επικράτησιν. Πρβλ. Το γνωστόν : έχει μπάρμπα στην Κορώνη
Τα 'σικά σου 'ναι σύκα σουπίζονται και τα 'σικά μ' καρύδια τρακαλίζουν
(1903)
Επί των ψεγόντων τας πράξεις των άλλων, παρορώντων δε τας ιδίας
Έβγα όξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου
(1955)
Ταύτην μεταχειρίζονται για να δηλώσουν ότι ο καθένας δεν πρέπει να παρακαλή τινα να του δανείση ένα πράγμα και ο οποίος είναι όλο δυστροπίες ως επί παραδείγματι (πρόσεχε θα σου δώσω μη μου το χαλάσης όμως, ξέρεις πόσο μου ...
Κάηκα, μάννα μ, κάηκα! Μ' κάηκες για, παιδί μ, άντρας σ πέθανε και δε θα καής; Όχ' και συ, 'π' τουν άνδρα μ', π' του πιττί πό 'χουν στουν γκόρφου μ
(1939)
Λέγουν ότι μιά φορά μιας γυναίκας πέθανε ο άντρας και θαμάζονταν πως να κάνη, να κλάψη τον άντρα της. Έλεγε δεν μπορώ να κλάψω; Και τι θα κάνω για να τον κλάψω; Ντρέπομαι και απ' τον κόσμο που έρχεται και βλέπει. Σηκώνεται ...
Πό θάνατο κι από βροχή ποτέ να μην παντέχεις
(1939)
Γιατί δεν ξέρεις πότε θα ενσκύψουν. Παντέχω = αναμένω, ελπίζω να. Από κει που δεν το παντέχει θα το βρεί. Δε σε πάντεχα από τώρα για (σελ. 160, 61), Η παντοχή η απαντοχή = αναμονή, η ελπίδα οτι , η ελπίδα. Συ 'σαι η παντοχή ...
Επίσκοπε του Δαμαλά χωρίς νου, χωρίς μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελες ; τα μεγάλα γύρευες ; τράβα γέρο διάβολε κιούνε και τον παίδαρο
(1959)
Για κείνους που γυρεύοντας τα μεγάλα έχαναν και τα μικρά
Άσπρο αbά κι' μαύιρ' κάπα
(1936)
Μαυίρ=μαύρη
Τα δικά σου είναι συκάκια και ζουλιώνται και τα δικά μου είναι καρύδια και δεν βροντούν δια να ακουστούν
(1924)
Ειρωνικό παράπονο κατ' εκείνων οι οποίοι κατακρίνουν τους άλλους, ενώ αυτοί είναι χειρότεροι
Λύσε με από τούτο το παλουκάκι και δέσε με στ' άλλο!
(1953)
Ήτο θανατοποινίτης και επρόκειτο να εκτελεσθή, αλλ' εν τω μεταξύ, όσο να τον δέσουν στο άλλο, του ήλθε χάρις. Ήτοι σε μια απελπιστική περίσταση και το ελάχιστον χρονικό διάστημα, χρήσιμο και ωφέλιμο είναι κάποτε
Δώσε μ' έν' αυγό, 'ςτόν άλλο κόσμο να σε δώσω μια κλωσσαριά με τα πουλούδια
(1903)
Επί των ολιγαρκών
Του φιδιού η γλώσσα να σε φάγη, τ' ανθρωπού να μη σε φάγη
(1956)
Όταν ο άνθρωπος θέλη έναν να καταστρέψη, με την κακιά του γλώσσα θα το καταφέρη
Όποιος από μάγερας γίνεται ηγούμενος, ξέρει ο ηγούμενος τα το κάμν' ο μάγερας
(1956)
Όταν ένας από τις κάτω θέσεις ανεβαίνη προς τις ανώτερες, ξέρει πως εργάζονται οι κατώτεροι και θα τους διευθύνει καλλίτερα
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, τ' έχνε τα έρμα και ψοψούν
(1956)
Για ένα που απορεί πως δε πηγαίνε καλά οι δουλειές του
Στη μπάντα, μη σε πατήση το βούϊ μας. - Ντά που 'ν' το; - Στη Στεία πάει, να το φέρει ο αφεντάκης μου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία επαίρονται, πρίν ακόμη ιδούν το αποτέλεμα
Τα δικά σου είναι συκάκια και ζουλιώνται και τα δικά μου είναι καρύδια και βροντάνε
(1924)
Ειρωνικό παράπονο κατ' εκείνων οι οποίοι κατακρίνουν τους άλλους, ενώ αυτοί είναι χειρότεροι
Που τ' αγαπούν τογ καλόμ μου, τζ' αι που τα τον είχα έννοιαν, πέντε γρόντους τον εφίλουν τζ' εν τον ει αν είσ' εγ γένεια
(1948)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια
Ζώχο ζώχο έτρωγα, τα φίδια δεν φοβάμαι!
(1953)
Όλα τα χόρτα, ως γνωστόν, προπάντων τα άγρια χόρτα, είναι αντιτοξικά, με άλλα λόγια εξουδετερώνουν τα διάφορα δηλητήρια, τα οποία βλάπτουν τον οργανισμόν, είτε των ανθρώπων είτε των ζώων. Ο βασιλεύς όμως των αντιτοξικώνμ ...
Υ Θεός ΄ταν 'πη ένα άνθρωπο να τον κάνη πλούσιο, δε ΄ρωτά τίνος υιός είναι
(1903)
Ότι ο Θεός αδιακρίτως παρέχει τα ελέη του
Απού 'τυχε ας μην ετύχαινε, τσ' απού 'λαχε, αε ήθελε μη λάχη, σε αντρούνου χωρισιά τσαί σ' ερημιά πραμάτου
(1934)
Ο χωρισμός ανδρόγυνου και η εγκατάλειψις και ερήμωσις πατρικού κτήματος είναι λυπηρόν και φευκτέον θέαμα
Γιατί σκάζ' ο διάβολος; Γιατί κλάν' ο πεθαμμένος
(1903)
Ότι πολλάκις ο ελεών μυκτηρίζεται .. = αμ ηλέηται και τέθνηκεν η χάρις
Το γαίμα με γαίμα δεν πλύνεται, με νερό πλύνται
(1903)
Εν τω αγαθώ νικάται το κακόν
Άλλος με τα σταφύλια τ' κί άλλος με το τυρί τ'
(1903)
Επί των ολιγαρκών
Βρώμα οβριός κι αν τα 'χει, βρωμά κι αν δεν τα 'χει
(1871)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Όποιος δεν θέλει να φιλέψ' τον φίλο του, όλη 'μέρα κοσκινίζει
(1903)
Επί των δυστροπούντων εις την εκτέλεσιν υποσέσεως
Δώσε με τα χέρια σου, να γυρεύης με τα πόδια σου
(1956)
Για τους κακοπληρωτάς, τους δανείζεις για να κάνουν τη δουλειά τους κ' ύστερα δε φροντίζουν να σου τα επιστρέψουν, και πηγαινοέρχεσαι να τα ζητάς
Ο ιερωμένος είναι σαν το κάρβουνο. Αν το πιάσης σβηστό μαυρίζεσαι, κι' αν το πιάσης αναφτό καίγεσαι
(1956)
Απόφευγε να κριτικάρης τους κληρικούς
Ηύρε η νύφ' του γυνί πίσω σ' bόρτα
(1937)
Η παροιμία αυτή που συνηθίζονταν πολύ στο Αυδήμι, προέρχεται από την εποχή που υπήρχε γεωργία στο χωριό. Γιατί τα τελευταία χρόνια, που έλειπε ολότελα η γεωργία και συνεπώς και τα γεωργικά εργαλεία, ήταν αδύνατο να εξηγηθή ...
Πριν εϋρεύκαμ που γενιάν, τωρά γυρεύκουμ πόσ'ει, μα πόσ'ει νουν τζ'αι στόχσην πάλε γενιάγ γυρεύκει
(1948)
Ερμηνεία: Πρέπει να προτιμά κανείς τις καλές οικογένειες παρά το χρήμα, οσάκις πρόκειται για συνοικέσιο
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
(1940)
Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ...