Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4301-4400 από 4543
Εώ σου λέω να κάμης χίλια πρόβατα (ή: ζα), εσύ δεν θες; ... νοργιά (ή: τρίχα) (ή: τρίχα να μην απολάψης)
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν δέχεται ή δεν ακολουθή τις συμβουλές μας
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Θέλω να σύρω λεβεντιά και καταντιά δεν έχω. Μου λείπ' η σέλλα του βρακιού, τα δυό τα πηδουνάρια!
(1931)
Ειρωνικόν δίστιχον δια τους οιηματίας, δια τους υπέρ την αξίαν των επιδεικνυομένους
Τον άκαφτο τον εϋρεύγασι να τόνε κάψουσι gαι δε dον ευρήκασι
(1963)
Ερμηνεία: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει τον καημό του θανάτου κάποιου ή κάποιων δικών τους ανθρώπων. Λέγεται σαν παρηγοριά
Πιότερο gαιρό θένε τά λεφτά νά τά φυλάξης, παρά νά τά δουλέψης
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ικανότητα νά διατηρήσης ένα χρηματικό ποσό παρά όση χρειάζεται γιά νά τό κερδίσης
Άστραψε απ' το Ζάλογγο, δέσε μέσα τ' άλογο
(1963)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν καταιγίδα ή χιονοθύελλα. Εννοείται ότι αυτό ισχύει δια τα χωριά της Ντουσκάρας – προκειμένου περί ...
Αν σε δαγκώσω εγώ η οχιά έχεις παρηγοριά αν σε δαγκώσ' ο γυιός μ΄Αστρίτς σακία, βότανα κ΄ αξινάρια
(1953)
Σχετική παροιμία με τα δήγματα των ερπετών και εντόμων
Άρτσι – βούρτσι
(1928)
Την πριν της Απόκρεω εβδομάδα δεν νηστεύανε την Τετάρτη και την Παρασκευή από κρέας κι ήτανε τότε άρτσι-βούρτσι.
Κάλλια σκύλλο από τη Τρύπη παρά φίλο Βρεστενίτη
(1923)
Ούτω σημειοί ο Κ. Νεστορίδης. Οι Οινούντιοι λέγουσι το ορθότερον
Άρκος έφαν τζ' έβρασε, τζ' ο φτωχός ερίασε ο άρκοντας επέθανε, τζ' ο φτωχός εγλύτωσε
(1940)
Υπερσιτιζόμενος ο πλούισος ακολουθών την όρεξιν του και όχι την διαιτητικήν παραβλάπτει την υγείαν του, διακινδυνεύων και την ζωήν του ενώ ο πτωχός τρώγων ό,τι έχει δεν απειλείται από τας εκ του υπερσιτισμού νόσους
Ο δάβολον άλλο δουλείαν 'κ' είχεν, τα παιδία 'τ' εσυνεσέβεν
(1931)
Ο διάβολος άλλη δουλειά δεν είχε και τα 'βαλε με τα παιδιά του. Σαντ. Χαλδ. Επί αέργου ασχολουμένου είς πράγματα απρεπή και οχληρά είς τους άλλους. Παραλλαγαί: “Ο δάβολον δουλείαν κ' είχεν, ετζούμπιζεν τα παιδία 'τ'” ...
Άμα στράψει ο Λιμνίτης τα νερά εμ μες το σπίτιν
(1941)
Η παροιμία αυτή μας δείχνει πως η βορειοδυτική διεύθυνση της νήσου μας, ο Λιμνιτής, θεωρείται μάνα των νερών (της βροχής) κι' από τους κατοίκους των μερών Σκάλας, όπως κι από τους κατοίκους Τυλλυρίας, Σολιάς, Μαραθάσας κ. ά.
Η αρφανιά, τζ' η ξενηδκιά, τζ' η πίκρη του θανάτου τρία στο ζύϊμ μπήκασιν, τζ' η ξενηδκιά νικά τα
(1940)
Ο μακράν της πατρίδος του στερείται όλους που αγαπά, ενώ ο απορφανιζόμενος παρηγορείται με τους εναπομείναντας
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Όμορφέ μου και καλέ μου, τι θα φάμ' απόψε; Άσκημέ μου και καλέ μου, τί θα πρωτοφάμε;
(1916)
Ερμηνεία: Η ομορφιά δεν γεμίζει κοιλιά, ήτοι η κόρη να προτιμά πλούσιον και άσχημον παρά φτωχόν και ωραίον
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Κόρη μ' όντας είσ' ανύπαντρη, κακά βροντάει η ποδιά σου. Να παντρευτής, να γκαστρωθής, να δω την λεβεντιά σου
(1958)
Δείχνη ότι η κοπέλλα, όταν είναι ελεύθερη, μοιάζει σαν το λακινιάρικο άλογο αλλά τα βάσανα της εγγάμου ζωής την καταβάλουν
Είχα το παιδί κ' είχα τη χαρά κ' ήψηνα του πέντε αυγά κ' ήτρωγα τα τέσσερα κι' απου τ' άλλου το μισό κι' απου τ' άλλο το gορκό
(1917)
Λέγεται επί των πλεονεκτών και των λίαν φαιδωλών
Τσέκκερε σσυλλοκούμπαρε, που τ' άσσισ σου. Ελάλουσσου να πάμεν του λατούρου, τζ ελάλες να πάμεν του Μαζωτού
(1940)
Η λάρναξ άλλοτε συνεδέετο με την Λεμεσόν διά Μαζωτου, του Λατούρου, Ζυγιού, Μονής. Από την Αλαμηνάν εις τον Μαζωτόν φέρουσι δύο δρόμοι, ο ένας κατ' ευθείαν και ο άλλος διά του Λατούρου, χωρίου άλλοτε, τώρα τσιφλίτζιν. ...
Ο αρσούης επέθανεν κι' ο κώλος ατ' μαστίχαν εμάσανεν
(1939)
Ο ιδιότροπος και φορτικός πέθανε κι ο κώλος του μασούσε μαστίχη. Για τους σκληροτράχηλους που κι όταν πεθαίνουν ακόμα, τ' αποτελέσματα της κακίας τους εξακολουθούν να είναι φανερά. Επίσης και για τους ιδιότροπους κ' ...
Επήρες κόρην άσσημην: Εν τα γεννητικά της. Εκαμέν το τζ' η μάνα της, έκαμεν το τζ΄η θκειά της
(1940)
Επί πράξεων αξιομέμπτων, ιδία ανήθικων, εχουσών δικαιολγίαν ότι οφείλονται εις φύσει ή εκ κληρονομικότητος διεστραμμένον χαρακτήρα
Ήντσαν τρέχ' στην αρχοντίαν συγερά την εφτωχίαν
(1939)
Όποιος τρέχει στην αρχοντιά, γερνάει με τη φτώχεια
Ξέρ'ς να κλέψης; Ξέρω. Ξέρ'ς να κρύψης; Δε ξέρω. Τότε δε ξέρ'ς και να κλέψης
(1956)
Το έλεγαν για ένα, που δεν ήτο ικανός να συγκαλύψη την κακή του πράξη
Αλιπούνα με κοττάρι
(1902)
Ερμηνεία : Homme ruse
Αι πέναι 'ου λιναριού
(1902)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής
(1971)
Πολλές φορές λέμε, βλέποντας ένα ζευγάρι, πως μοιάζει σαν “το αντρόγυνο της Αγιάς Παρασκευής”! Ξέρετε ποιό ήταν αυτό το αντρόγυνο; Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο υπήρχε κάποτε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που δεν ...
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Δε σώνου d' άdερα να αρδουμιάσου d' αξόgια
(1963)
σώνου= φθάνουν
αρδουμιάσου= να περιτυλίξουν, να κάμουν πλεξούδες
αξόgια= ξύγκια
Τάγζι d' στραβή d' κουρούνα ν' ανοίξει τα μάτια τς, να βγάλ' τα θκά σ'
(1930)
Λέγεται περί αχάριστων, οι οποίοι εκακοποίησαν τους ευεργέτας των.
Ου πνιγμένους d' βρουχή δεν d' chκιάζιτι
(1915)
Οι ευρισκόμενοι εις μεγαλυτέρας συμφοράς δεν φοβούνται τας μικρότερας
Το καρφί βγκάλλ(d)ει άλλ(d)ον γκαρφί
(1932)
Ο ασυμβίβαστος διορθώνεται με τη βία
Τουν άρρουστου ρουτουν κι d' γιρού d' δίν'ν
(1915)
Απάντησις εις ερώτησιν εάν θέλη να του δώσουν κάτι
Ούδι d ζμιά σ', ούδι d ζμιά μ'
(1916)
Επί των σφόδρα φιλοδικαίων. Ανάλογος του προς την εν Πολίτου Παροιμίαι Δ' 451 λήμμα δικός μου 44
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...
Άλλα ν τ' άλλα κι' άλλο της Παρασκευής το γάλα
(1909)
Μιά φορά κι' έναν καιρό σε μιά σπηλιά απ' όξ' από να χωριό ήταν' ένας ασκητής γέρος, πού έζησε μ' ότι του πήγαιν' ο ένας κι' ο άλλος Χριστανός γιά ψυχικό. Λιγούλι μακρυ' απ' τή σπηλιά πήγε και ξεχείμασε τα πρόβατά του ένας ...
Πούθεν είσαι γυιέκα μου; 'Ποκεί πούν' η γυναίκα μου
(1958)
Μέ τήν δεσποτική καί απάνθρωπη συμπεριφορά τών γονέων τού παρελθόντος πρός τά τέκνα των, υπέβοσκε μέσα στήν ψυχή τών παιδιών ή τάσις πρός ενεξαρτησίαν καί κρυφήν ανταρσίαν. Επειδή δέ, τίς πρώτες τουλάχιστον ημέρες οι γονείς ...
Πρίστη σα d'λούμι
(1943)
Κώλον όρνισα
(1902)
Ερμηνεία: Litter uil de foule. Femme quine suit pas teniz le secret, qui zevele tout
Δεν d' πέφτ' η μύτ'
(1915)
Ερμηνεία: Επί αλαζόνων
D' γίνκι κ'νούπ'
(1915)
Ερμηνεία: Επί διαρκών ενοχλήσεων
Ν' έδισι d' γουμάρατ'
(1915)
Δεν d' απόμ΄νι
(1915)
Εις όλα τα πρόσωπα
Σαν d' λαγού τα πιδιά
(1915)
Ερμηνεία: Επί διασποράς
Λογιού d'νέ λογιού
(1943)
Διαφόρων ειδών
Περί όνου σκιάς = Quarelle d' animal
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Άλλα d'ν αλλούνε!
(1943)
Το γνωστό: άλλ' αντ' άλλων
Σα d' gαμήλα
(1943)
Βάστα κακία σαν την καμήλα
Σα d' νύφη καμαρώνει
(1943)
Έφθε σα d' βρεμένη κόττα
(1943)
Όλ' νούς να τ' ς ακούς κι απού d' γνώμ' σ' να μη βγαίν' ς
(1915)
Η απού d' βλήσ' να μη βγαίν'ς...
Εκεί πού d' όνα πάει καί τάλλο
(1930)
D' όνα = είναι τό ένα...
Άενος ζευγάς, έρημό 'd' αλώνι
(1963)
Δηλαδή ο νέος άνθρωπος είναι άπειρος...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
Σύψουμα κι χωρίς χάκ' κι τσιρβούλια απού d' αράχ'
(1926)
Παροιμιώδης φράσις σημαίνουσα εργασίαν καθ' ην ο κύριος ούτε τρέφει, ούτε μισθοδοτεί τον εργαζόμενον και εις επίμετρον υποδύεται με το δέρμα της ράχεως του εργαζόμενου.
Δεν d' γάτα κι τρώει ψουμί
(1915)
Παστρζιτσή σα d' στσυλου τ' γλώσσα
(1943)
Ειρωνεία
Το ρούχο δε d'μάει τον άθρεπο, ο άθρεπος τ'μάει
(1941)
Ερμηνεία: Επί των καυχωμένων δια τα υπάρχοντά των
Μάνα τα μάνε d' ουρανού
(1963)
Δηλαδή η μητέρα είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει
Στ΄ς σαράνdα – μιά πρέπ΄ ν΄ ακούη κανένας κι d΄ γ΄ναίκα τ΄
(1915)
Φουρές. Παιγνιδιωδώς. Όταν αποδειχθή εκ των υστέρων ότι συμβουλή δοθείσα υπό της συζύγου ήτο ορθή
Ούτι νιρό να πιή δεν d' δίν'
(1915)
Ούτε ελάχιστον καιρόν αναπαύσεως. Ιδίως λέγεται επί υπεροχής εν παιγνιδίω
Μια φλάφτη άλλ' πιταχτή τουγ κόμματου απου d' γειτοννα του λάκνου του κρασί κι ακόμα σκούεις;
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Έχου ράμματα για d' γούνα σ'
(1915)
Αναγν. γούνα
Μ' να θα d' βαρέσ' η γνώσ'
(1915)
Οσάκις λέγεται περί τίνος ότι θα προβή εις αλόγιστον τινά πράξιν.
Να σ' φάη του φιδ' d' γλώσσα
(1915)
Να δαγκάης d' γλώσσα σ'
(1915)
Ου τσ΄ καλάς πώφκικι του τσ΄ κάλ΄ ξέρ΄ κι d΄ βάν΄ κι του χιρούλ΄
(1915)
Ο δημιουργός πράγματος τινος είναι εις θέσιν να συμπληρώση και τας ατελείας του. Μετ' αυταρεσκείας προς τους επιτεθεμένους εναντίον λεπτομερειών
Όποιούς θέλ' να κάν' dου καμ'λάρ' σύdικνου, πρέπ' ν' αψ'λώσ' d' πόρτα τ'
Κάθε εργασία συνεπάγεται και υποχρεώσεις
Σα d' bούφ' το π'λί
(1943)
Έπεσε μόνος του στα βρόχια, ειναι ευκολόπιστος και ανόητος
Πάνι να δαgάσ' ς d' πίττα, να βρής τον άμμο
(1940)
Αφίνεις τα καλά, για τα χειρότερα
Θα d' ακούσ' και κουφός βασιλές
(1938)
Αυτό που έκαμες θα γίνη πασίγνωστον
Σα d' ν αβατάλα πάει
(1943)
Είναι αργοκίμητος σαν την αβατάλα- χελώνα
Προκομμένες σα d' gάτου πέτρα τ' μύλου!
(1943)
Ειρωνεία
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Σαν d' γάτα με του σκύλου
(1938)
Όταν δυό άνθρωποι αλληλοϋποβλέποντο. Το περισσότερον ελέγετο δια τα παιδιά της αυτής οικογενείας