• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 41-50 of 74

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άμα καένας φωνάζει που (θ)α αδικοσκοτωθή παίρομε τον παπά και τον πααίνομε και του διαβάζει και σταματάει, το αίμα το ει ουν ξεπλένουντο ή ξουν το. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ένας τουπάνης έβοσκε πά ‘στο κρεμμάρι (ψηλό βουνό) τ’ Άϊ (Γ)ιωρκιού (βορ. Του νησιού) κ(αι) ενέφανε κ’ εί’ε την αρμαστή του αρρωνιαστικιά του) (ν)α χορεύφκη στο κάο (κάβο μπροστά στο χορό). Τότες φώναξε «Άϊ (Γ)ιώρκη μου και βούθα μου και πάρ’ τη μάντρα μου, και θα σαρτάρω (πηδώ) ‘α πάρω τον κάο της αρμαστής μου. Και εσάρταρε και βρέθηκε ‘κεί κ(αι) επήρε τον κάο της αρμαστής του. Ο Άϊ (Γ)ιώρκης έκαμε το θάμα του και του ώκε τη μάντρα ο τσουπάνης 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Του Χατζηθαρρενιού το σπήλαιο, όπως ‘λέομεν το έχει βίος πολύ είναι στο μετόχιν των αυτής της οικογένειας. Μια βολά πήε ένας αράπης εκειά που εκοιμάτο ο ένας απ’το σπίτι κ ‘ είπεν του : Στο μετόχι σας στο τάδε μέρος έχει βίος ‘ ά πας χωρίς ‘ά μιλήσης σε καένα τίποτε. Κίνησε κι αυτός κ(αί) επήε και μπήκε μέσα στο σπήλιο εκειά βλέπει ένα μεάλο αράπη πολύ άγριο κ’ εφοήθη κ’ επόμεινε εκειά, μετά ψάχναν τον , ψάχναν τον δεν τον ηύραν πουθενά και σταμάτησαν (ν)α τον ψάχνουν. Μια άλλη μέρα πήε ο α(δ)ερφός του με τη μάννα του στο χωράφι για (ν)α σκάψουν κ ‘ έπιαεν τους βροχή κ(αί) κόντευγε βράυ κ’ έπωσε τους ο όξω απ’ ‘εώ και πηαίνουν εκειά και θέχτουν κ’ ηύρεν τον α’ερφό μετά από ώρα ο α’ερφός κ’ επόμεινε κ ‘εκείνος, γιατί ήβγεν ο αράπης. Εκειά εχάθησαν πολλοί απ’αυτήν την οικογένεια, πήα;ν και στη μάντισσα κ’ είπεν τους ότι έχει πράματι βίος πού(θ)ά ‘βρη αυτή η οικογένεια μέχρι πολλές γενιές και χρόνια, αλλά όμως πολλοί χαθήκαν, γιατί αυτός ο αράπης που τον φυλάει είναι πολύ άγριος 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ο Άϊ Κωνσταντίνος ήτο σαν τον Άίο Λευτέρη. Ο Άϊς Κωνσταντίνος άμα χάθη ο σταυρός του Χριστού και δεν ήξευραν που βρίσκεντο ηύρεν τον, μια Οβραία φαμίλια τον είχε κλεψιμιό και τον είχε χωσμένο ‘κεί στο σπίτι της δίπλα και εσφόγγιζε και έρριχνε φ’λιά, α’ο πάνω αφ’ το σταυρό, έρριχνε τα φυλιά και γέμισε ‘κείνος ο τόπος. Γυρεύοντας το σταυρό του Χριστού να τον εύρουν και δεν μπορούσαν να τον εύρουν. Είδαν το μέρος ‘κείνο όπου τον είχε η Οβριά χωσμένο και είχε νεμήσει βασιλικός και μοσκοβολούσε, εθωρούσαν ο κόσμος το βασιλικό κ(αι) ελέαν : Πως νέμησε μέσ’ στα φ’λιά της Οβριάς αυτό το ωραίο λουλούδι και μυρίζει. Ένας α’ο όλους παρακολουθούσε έτσι προνόησε και σηκώστηκε μιαν αυγήν ύστερα α’ο τα μεσάνυχτα, μόλις που φώναξαν τα πουλιά (πετεινοί) έκουσε αυτός που εφυσά ο αέρας και ετολιονέτο (εσείστη) ο βασιλικός κ’ έλεεν ο βασιλικός. Κωνσταντίνος και Ελένη κ’ έκουσε εκείνος που παρακολουθά κ’ έφυε κ(αι) επήε και ‘δοποίησε το κονάκι τη δημοεροντία και είπε όλα τα καθέκαστα κ(αι) επήαν κ(αι ) εσκάψαν κ’ ηύραν το σταυρό, κ’ ύστερα παίξαν φωτιά στης Οβριάς το σπίτι γιατί είχε κάμει αυτό το κακό 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ο Κασσιανός πέρασε μια φορά όξω στο ρομάνι (δάσος) κ ηύρε ομπρός του το Μάμα, τότε ο Μάμας δεν ήτο ακόμη Άϊος κ(αι) έκλαιε, ήτο τσουπάνης, και του ‘πε : είντα που ‘χεις άτρωπε μου και κλαίεις κι αδημόνας κ’ έχεις παράπονο με το Θεό. – Τι να σου πώ του λέει, που ‘έ με φήνει ήσυχο η αρπάχτρα. Και που σε πειράζει η αρπάχτρα. Και λέει του πάλι ο τσουπάνης έρχεται και μου τρώει τ’ αρνιά μου. Του λέει τότε ο Κασσιανός και θέλεις ‘α τα φυλάξης να μη σε πειράζη στ’ αρνιά. Θέλω αλλά πώς; - Θα πάρης μίαν πιθαμή κλωστή από μετάξι και θα πάης να ‘βρής ένα βουνό που θα ‘δής να ‘χη μέσα μια αγριολιά και θα κάτσης στον ήσκιο της και στη ρίζα της ‘α μη θωρής θάλασσα και θα κάμης το σταυρό σου και θα πής : Θεέ μου και φύλαξε το κακό πουλί που πειράζει τ’ αρνιά και θα το λέης μια φορά και θα ‘ένης ένα κόμπο κι αυτό θα το πής τρείς φορές. Κι ύστερα αυτό το μετάξι με τους κόμπους θα το πάρης και θα ‘βρής ένα χαρτί (βιβλίον) αυτό που γυαλοεύγουν και το λέμε χαρτί γ(ι)αλούς και από το χαρτί της ‘αλούς θα κόψης ένα κομμάτι και θα βάλλης μέσα το μετάξι με τους κόμπους και θα το κάμης φυλαχτό. Αλλά του ‘πε ωρισμένο καιρό ‘α μην πάη σε θάλασσα μήτε σε ‘υναίκα ούτε χαρτιά ‘α παίζη. Αυτός το ‘καμε κ(αι) εσώθη απ’ την αρπάχτρα, αλλά μια μέρα ξεχάστη κ(αι) επήεν στη θάλασσα ‘α ξύση τα ψάρια του και την αυγή πήε απάνω στα ζά του και ηύρε τας φασαρίες, δεκαπέντε αρνιά ανοιμένα 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Οι Καταχανάες εβγαίναν τα μεσάνυχτα κ(αι) επηαίναν κ(αι) εμπαίναν στα σπίτια που ‘χε λεχούσες, μπαίναν απ’ το φανόχτη (καπνοδ.) και πνίαν τα μωρά καμμιά φορά και τη λεχούσα. Και βρίσκοντο άμα τα επνίαν ευρίσκοντο κάτι μελανιές και καταλαβαίναμε ότι έρκουντο οι καταχανάες και επνίαν τα. Γιαυτό όπου είχε τρύπα την εφράσσαν και κάτω από τα μαξιλλάρια εβάλαν ένα ψαλί(δι) με το κρομμύδι και ‘κονισματάκι και την κρατηχτήρα. Την κρατηχτήρα την βάλλουμε κι άμα ένοιε η μούτη μας. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

‘Γώ ‘καμα ένα παιάκι κ’ ήτο κόρη ήμουν έξ μερών λεχούσα, ήρτε ο άντρας από το Λεντάκι (βορ.) μαλωμένος μ’ έναν άλλο κ’ ήθελε (ν)α τον πάρη στην αστυνομία και ‘ώ έν τον έφηκα και στα νεύρα του εβλαστήμησε κ’ ήρτε η κακιά ώρα και ήρταν οι καταχανάες κ(αι) επνίξαν το παιΐ και το παιΐ έφκαλε αφρουλία με αίμα και μαύριζε στο λαιμό. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Απο τους μπρωτινούς απεθαμένους πολλοί είνοντο καταχανάες κ'επνίαν τας λεχούσες. Έπρεπε (ν)α 'χουν σταυρόν στην πόρταν των για να μη μπορούν 'ά μπούν μέσα. Εκούναμε απο τους παλιούς μας που λέαν ότι μια βολά είχαν μαζευτή 4ο καταχανάες κ'είχαν κ'ένα κουτσό που πόμενε πίσω και φώναζε (ν)α τον περιμένουν, απο τοτε όμως που 'βγε η πεντάρφα δεν έχει καταχανάες, μόνο άμα 'έν πεντάρφα 'ίνεται ο απεθαμένος καταχανάς. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Στη Ματσούκα τοπ. του χωριού επήε μια ‘υναίκα και ενυχτιάστηκε, επήε (γ)ια να κόψη κλαϊά κ’ εκεί πήαν οι ανεράες και την έπιασαν στο χορό και χόρευκε, φώναξε το άσπρο πουλί (κόκορα) λέουν χορεύκετε μωρή φωνάζει τ’ άσπρο, άμα φωνάξη το μαύρο ‘α τ΄ αφήσουμε (ν)α πας στο κολάι σου. Εφώναξε το μαύρο και την εφήκαν κ(αι) επήεν στο κολάι της. Αυτές που χόρευκαν οι ανεράες ήτο ντυμένες με άσπρα μαντήλια, έλεε ‘κείνη ότι ήτο και άντρες μαζί και αυτοί ήτο ντυμένοι με τ’ άσπρα. Τα φουστάνια των ήτο μακριά άσπρα ζωσμένες στη μέση με κάτι πάννες άσπρες και τα μανίκια των ήτο φαριά. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια φορά εχορεύκαν οι ανεράες και ένας τσουπάνης, ο Ημίτρης του Μαρουλιού, που ‘ξώμενε στη μάντρα του έκουσε το τραούι κ(αι) εξύπνησε. Αγριοελίτσες έφαα και στύψασιν (στύφισαν) τα μάια και στύψασιν τα χείλη μου και δε μιλώ καθάρια. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (74)
Collector
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (74)
Place recorded
Δωδεκάνησα, Χάλκη (74)
Time recorded1964 (74)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.