• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 51-60 από 74

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια βολά φέραν την (την Παναγία η Σκιαενή, 8 Σεπτεμβρίου. Ευρίσκεται στο χωριό Απολάκια της Ρόδου) στη Χάρκη γιατί φέρνουν την κάθε χρόνο και είπαν οτι (θ)α 'ρτουν (ν)α την πάρουν ύστερα από τόσες μέρες και ξαφνικά μια μέρα ήρταν 'α την πάρουν κ' η Παναϊά 'εν ήθελε 'α φύη και δάκρυζε και σφουγγιζαμέν την με παμπάκι. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Τα δωδεκάμερα (α)ρκεύγουν απο την αποσπερινή του Χριστού μέχρι τα μικρά Φώτα (μικρός αγιασμός, παραμονή Φώτα). Τότε λέμε βγαίνει ο Γκάς ο αντίχριστος, αυτός γεννιέται πριν το Χριστό κ'έρκεται και μας κάνει κακό. Άμα παρουσιαστή ο Γκάς μπορεί να λωλάνη άτρωπο. Αυτές τας ημέρες άμα μας φωνάζουν το βράυ δεν πρέπει (ν)α απαιρθούμε γιατί μπορεί να 'ναι ο Γκάς, μόνον όταν μας φωνάξουν τρείς φορές 'ποκρινούμεθα γιατί αυτός δεν τριτώνει. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Κάθε βολά ένας τσουπάνης ‘κειά πόβοσκε τας προάτες του και τα κατσίκια του εθώρε τας ανεράες, μια μέρα παραμόνεψε και πιάνει μια απ’ τα τσουλιά κ(αι) εβάσταν την. Κείνη παρεκάλεν τον (ν)α την ‘φήκη και (θ)α του έδωνε το βίος της άμα την έφηνε. Τότε αυτός παρεδέχτη (ν)α την φήκη και (ν)α του ‘ώκη το βίος της, μα (ν)α πα’ μαζίν του και ‘εν τη έφηνε απ’ τα τσουλιά. Επήρεν τον σ’ ένα μέρος κ’ έδειξεν του μια σακκούλα που γυάλιζε πολύ όπως το (μάλαμα) αυτός τότε έφκαλε μια (φωνή) κραυγή κ’ έφηκε την (την ανερά). Έφκαλε την κραυγή που ‘δε τη σακκούλα το χρυσό. Έτρεξε και την άνοιξε καλά κ’ εί(δ)εν τη κ’ ήτο (γ)εμάτη κρομμυ(δ)όφυλλα. Είνησαν κρομμυόφυλλα, γιατί έπρεπε ‘ά πάη μοναχός και να μη φωνάξη τότε (θ)α βρισκε τα χρυσά. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μεις όταν φέρνωμε την Παπαναγία της κάμνομε μέσα νύχτικές. Μια βολά εκειά που καθόμεθα στη μεσανυχτική η εικόνα της Παναϊάς έ'ινε και ίδρωσε και όλες οι πιο πολλές που ήτο εκειά μας είπαν : Κάπου έλειπε κ' ήρτε, πήε κάπου (ν)α βοηθήση. (Παναγία η Σκιαενή, 8 Σεπτεμβρίου. Ευρίσκεται στο χωριό Απολάκια της Ρόδου). 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ένας ναύτης κοιμάτο στην κουβέρτα του καϊκιού και 'κει που κοιμάτο επήρε φουρτούνα κ' έχε αέρα πολύ και τον πήρε η θάλασσα και όταν έπεφτε στη θάλασσα ξύπνησε κ(αι) εφώναξε : Άϊ μου Νικόλα και ξαφανίστηκε κ' ύστερα ευρέθη στο σπίτι του κοιμούμενος 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια βολά ξεκίνησαν 'α πάρουν την Παναΐα (τη Σκιαενή, 8 Σεπτεμβρίου. Ευρίσκεται στο χωριό Απολάκια της Ρόδου) χωρίς τον παπά της, γιατί ο παπάς είχε άλλες δουλειές κ(αι) εστάθη (ν)α τελειώση τας δουλειές. Άμα όμως κίνησαν για να φύουν το καΐκι εστάθη και 'εν πήαινε και ξάχναν(ν)ά 'βρούν είντα 'το και 'εν επήαινε το καΐκι και 'εν το βρήσκαν και μόλις ήμπε κι ο παπάς για να 'δή είντα συμβαίνει εκίνησε, η Παναϊά ήθελε και τον παπάν της. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Το φεγγάρι κι ο ήλιος μαλώσαν, ο ήλιος εζήλευκε το φεγγάρι γιατί έλαμπε καλλίτερα και πιάνει μια βολά άθθος (στάχτη) και ρίχνει του στο πρόσωπο κι έτσι το θάμπωσε κ' είναι έτσι θαμπό και λάμπει αό τότε ο ήλιος καλλίτερα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Κωλοβάρβαρα και κωλοβαρβάρες λέομε αυτά που βγαίνουσι το δωδεκάμερο. Αυτά είναι κοντά με τέσσερα πόδια με νύχια σουβλερά μεάλα με ουρά μακριά και τριχωτό σώμα. Αυτά άμα σε 'βρισκαν στο δρόμο σε κουλούριαζαν στην ουρά των και σ'έδιχναν στον νώμον των. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ο Άϊς Αντώνης ήθελε (ν)α μεταφερτή κ(αι) επήε εκέι κ(αι)έκανε το θάμα του και τον ‘χτίσαν, τον χτίσαν οι παλιοί μας στο νησάκι Ατρακούσα (Ν.Α. της νήσου Χάρης). Μια φορά ένα καΐκι ηύρε (φορτούνα) κακοσύνη και εναυάγησε οι άνθρωποι εσώθησαν μαζί με αυτούς ήτο κι ο Άϊς Αντώνης κ’ ήφκαν όξω στο νησάκι, εκεί επορπήστησαν (απελπίστηκαν) κι ο Αντώνης των έλεε : Βρε παιϊά μη πορπήζεστε και έχει ο Θεός, Ο Θεός ‘α μας προστατέψη. Οι άλλοι του ‘λέαν πως ‘α μας προστατέψη ο Θεός αφού ε’ώ εν έχομε τίποτα. Λέει τώρα θ’ αρχίσουμε να ανεχουμίσωμε (ψάξωμε) (ν)α ‘βρώμε ξύλα. Όπου αυτοί απ’ την πολλή ώρα που παιδεύουντο ηύραν δυό ξύλα ‘μπρός των και εώκαντα στον Αντώνη. Τώρα μη χολιάτε, τώρα ‘α σωθούμε είπε ο Αντώνης. Έπιασε αυτός τα ξύλα και τα ‘τριφκε και πήραν φωτιά και έτσι ζεσταθήκαν έκατσαν εκέι έρριξαν και κλαϊά κ(αι) εσώθησαν. Ύστερα ο Αντώνης εχάθη και κατάλαβαν πως ήτο ο Άι Αντώνης και του χτίσαν εκεί ά αυτοί εκκλησά 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Η κατσίκα είναι καταραμένη γιατί βύζανε τον Ιούδα κάτω στα πό'ια του. Η κατσίκα είναι καταραμένη γιατί επήε ο Χριστός (ν)α κρυφτή πίσω της και 'κείνη 'μολόησέν τον κι γιαυτό ο Θεός την καταράστηκε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (74)
Συλλογέας
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (74)
Τόπος καταγραφής
Δωδεκάνησα, Χάλκη (74)
Χρόνος καταγραφής1964 (74)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.