Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 65500-65519 από 142579
-
Κωλοκουρ' αραχνιασμένη δεν ανεμιλα μοτάρια
(1893)Κωλοκούρ' = αναβλαστάνει, ανεμιλά = Κλώνους, βλαστους, μοτάρια = το στέλεχος το εναπομένων του εντός δένδρου – η κωλοκούρα -
Κωλοπετσωμένος
Πολύξερος, ίσως εκ του Κραβαριτού, οίτινες καλύπτοντες τον κώλον με δέρμα εύροντων προσκυνούμενη των σακάτων -
Κωνστάντω μ', με τι ματάκια να σε κλάψω; Μ' αυτά που σόχω στο κάρακλο!
(1928)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ... -
Κωσταντινιά τον άντρα σου βαλ' τον στο ζεμπίλι και κρέμασ' τον ψηλά ψηλά, να μη τον φαν οι ψύλλοι
(1907)Αδιαφορία συζύγων προς αλλήλους -
Κωφό καμπάνα κι αν βροντάς, νεκρόν κι αν γαργαλίζης, και μεθυσμένον αν κερνάς, όλα χαμένα τά 'χεις
(1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον αδιόρθωτον