Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 25024-25043 από 142579
-
Γυαλί το γρέκ
(1929)Εσκόρπισαν, εξηφανίσθησαν. Γρέκι= ο εν τω υπαίθρω καταυλισμός των ποιμνίων, κοπαδι (Ιταλ. grege=κοπάδι) -
Γυαλίζει μα δε δανείζει
(1889)Επί των ωραίων μεν γυναικών, αλλά μη υποχωρουσών εις τους των άλλων προκλήσεις -
Γυαλίζει τ' αdί – χαρά τ' αλ'φαdή
(1943)Γιατί τελειώνει το φασερό, την εργασία του και θα ξεκουρασθεί -
Γυαλίζει, μα δεν δανείζει
(1882)Λέγεται ως απαντούντος όταν τις ερωτήση : ''γυαλίζει η γειτόνισσά σου ;''. Είναι ωραία -
Γυαλιά καρφιά
(1937)Δια δαπάνας ασκόπους και άνευ υπολογσιμού. Γυαλιά έλεγαν στο Αυδήμι τα μπουκάλια καθω΄ς και τα γυαλια της λάμπας. Υπήρχε η τοποθεσία Γυαλί, αλλά στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει σπασμένα τζάμια, τα κομματιασμένα και ... -
Γυαλιά καρφιά τα ΄καμεν
(1949) -
Γυιόν της πουτάνας μεν πάρης, κόρην της πουτάνας πάρε
(1951)Υιόν της πουτάνας μην πάρης κόρην της πουτάνας πάρε -
Γυιός δε γίνιτ' ου γαμπρός κι η νύφη δυχατέρα
(1923)Η παροιμία λέγεται ως επικύρωσις της επικρατούσης παγκαίνους, αληθούς άλλως τι γνώμης, ότι ουδέποτε υπάρχει αγάπη μεταξύ γαμβρού και πενθεράς, ως και μεταξύ μύμφης και πενθεράς