Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 22048-22067 από 142579
-
Βροκολακιάζω = γίνομαι βρυκόλαξ.
(1926) -
Βρομάει μπαρούτ'
(1956) -
Βρομεί ο Οβρηός τσαί το 'χειτ του, τσ' ότι τσ' αν αφεντεύγη
(1935)Λέγεται και κυριολεκτικών περί των Εβραικών, και γενικώς περί ανθρώπων κακών και ρυπαρών -
Βροντάν όλα τα σίδερα, βροντάν κι οι σακαράκες
(1963)Δι' όσους κάμνουν θόρυβο δια τον εαυτό τους χωρίς ν' αξίζουν -
Βροντή κάνει, βροχή ετάνει
(1907) -
Βροντούν όλα τα σίδερα, βροντούν κι σακαράκες
(1965)Για όσους κάνουν θόρυβο για τον εαυτό τους, επιδή δεν αξίζουν -
Βρούβες μερτικό, κρεμμύδια μοίρα
(1891)