Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζήσης, Ευστράτιος"
-
Μι τ' π'θαμή σ' δι μιτρούνα
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Συνήθως ως απειλή εις ανθρώπους προτιθεμενους να κάμουν αυθαιρεσίας -
Μί τον ήλιο τα βγάζουμε με τον ήλιο τα βάζουμε. Τ' έχ' να τα έρμα κι ψοφούνα;
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Περί των οκνηρώμ ανθρώπων οι οποίοι δεν εγνώριχον την αιτίαν της πενίας και της δυσπραγίας των. Κυρίολεκτικής πρόκειται περί ποιμένων οι οποίοι πολύ μετά την ανατολήν του ήλιου ωδηγούν τα πρόβατα εις βοσκήν και πολύ προ ... -
Μιά καϊκα, μιά βουλίκα
Ζήσης, Ευστράτιος (1941)Ερμηνεία: Δια τους πολύ σπατάλους άνδρας και γυναίκας οι οποίοι εντός ελάχιστου χρονικού διαστήματος διεσπάθιζον ολόκληρον περιουσίαν -
Μιά σταλίτσα κριατάκι χίλιες bοbες σκεπάζ'
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Δια τας γυναίκας που ήσαν άσχημοι και επάχυνον ολίγον, οπότε δεν εφαίνετο όλη η ασχήμια των -
Μιά ώρα δ'λειά, ένα χρόνο μελέτ'μα
Ζήσης, Ευστράτιος (1941)Όταν κανείς συνεχώς ανέβαλε να κάμη έργον, το οποίον δεν ήτο δύσκολον -
Μιγάλ' βούκκα φάε, μεγάλο λόγο μη λες
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δια τους καυχησιολόγους, οι οποίοι προέκρινον το μέλλον και ηπείλουν να εκμηδενίσουν και εξοντώσουν τους αντιπάλους τους -
Μιγάλο το καράβ' μιγάλα τα νερά τ' μ'κρό το καράβ' μικρά τα νερά τ'
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Εννοούσαν ότι οι ευκατάστατοι έχουσι και περισσοτέρους κινδύνους και μεγαλυτέρας φροντίδας -
Μισισμένος του ματιού μου, κληρονόμος του σπιτιού μου
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Δια τα απρόοπτα της τύχης, ότε άνθρωπος μισητός και περιφρονητέσι εγίνοντο συγγενείς και κληρονόμος εκείνων που τους μισούσαν -
Μπαbά μ΄στείλε μ΄τ΄ν ευκή σ΄- Έλα με τα ποδάργια σ΄κι πάλε καθώς διούμε ...
Ζήσης, Ευστράτιος (1939)Ερμηνεία: Δια μερικούς που νομίζουν ότι θα επιτύχουν ευκόλως δι΄ενός λόγου κάτι, δια το οποίον χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια -
Μπαμπά μ', όταν μ' ορμήνευες, εβδομηdαδυό τσι μετρούσα
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Λεγόνταν για τους νεαρούς και αργοσχόλους ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να κουράσουν τη σκέψη των -
Μπαμπά μ', όταν μ' ορμήνευες, εβδομηdαδυό τσι μετρούσα σ' μ'λαριού μας
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Λεγόνταν για τους νεαρούς και αργοσχόλους ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να κουράσουν τη σκέψη των -
Να 'σαι καλά του Άγουστο που 'ναι παχειές οι μύγες
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Κοροϊδία και ένδειξη δυσανασχετήσεως για την παχυδερμία ωρισμένων ανθρώπων που ενόμιζαν ότι εξωπλήρωσαν το καθήκον των προς άλλοις, κάμνοντας κάτι που εύκολο που θα το κάμναν κ χωρίς να έχουν καμία υποχρρέωση -
Να ΄χα ΄στιά και πυροστιά
Ζήσης, Ευστράτιος (1941)Διά παντελή ανέχειαν. Περικοπή παραμηθιού, κατά το οποίον μια οικοκυρά εξεδήλωνε την προθυμίαν της να περιποιηθή τους επισκέπτας της, να τους κάμη χαλβά, αλλά δεν είχε ούτε φωτιά, ούτε πυροστιά ούτε και τα άλλα υλικά -
Να γεράσω, να παινεύωμαι
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Συνήθως οι γέροι κατηγορούν τους νέους, διότι εκείνοι θυμούνται μόνον τα κατορθώματα των, τα οποία μεγαλοποιούν -
Να κάμ'ς κόκκιν' σακκούλα
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Ήταν ειρωνεία για εκείνους που εδάνειζαν και δεν επρόκειτο να τα πάρουν. Το κόκκινο ήταν κάτι το πανηγυρικό. Λεγόνταν και για εκείνους που περίμεναν να εισπράξουν αμφίβολα κέρδη -
Να κατεβάζ' η Παρνασσός, κι να κόβ' η Άγιο Τρύφωνας
Ζήσης, Ευστράτιος (1937)Παροιμία παρόμοια με την: “Θέλ' να το χ' η κούτρα να κατεβάζ' ψείρες” η οποία όμως δεν ήταν σε μεγάλη χρήση στο Αυδήμι, όπως η πρώτη -
Να κοσκινίζης κι να παίριν'ς
Ζήσης, Ευστράτιος (1938)Όταν επρόκειτο να διαλέξουν πρόσωπον, δια να το κάμουν γαμβρόν ή νύμφην. Περισσότερον όμως ελέγετο δια τους ψευδολόγους