• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση ανά Συλλογέα 
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μέγας, Γ."

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 15-34 από 72

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Έναν καιρό αυτός ο Ακαντρέας ήταν σαρακοστή- Οι φουρνάρδες θέλσαν να μουρντραρέψουν τον κόσμο, πήραν έσφαξαν, το αίμα και ζυμώσανε το ψωμί. Κι αυτός ακαντρέας είδε που το έκαμαν και διάταξε τον κόσμο να βράσουν στάρ' να φάνε τρείς μέρες, να μη bάρνε ψωμί πο το φούρνο, να τ'αφήκνε να βρωμήσ' το ψωμί. Έτρωγαν ποτακείνο το στάρ. Βρώμσαν τα ψωμιά, τα πήρε κείνος φουρνάρς, τα πήγε στη θάλασσα και τάρηξε.... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Κοκκαλού

    Έπεσε πολύ κόκκαλο κει πέρα και τη λένε Κοκκαλού. Έναν καιρό ο Νικηφόρος ο βασιλές, έγω τ’άκουσω έτσ’. Από ο Ραβδά δω μεριά προς την Αγχίαλο, απέ ένα μέρος πάει ο δρόμος στην Αγχίαλο, απέ άλλο μέρος στη Μεσημβρία. Έγινε πόλεμος τότε ο Νικηφόρος με τον Κρούμ’. Κατόπ’ ύστερα ανάλαβε ο πρίγκηπας κι’ έβγαλαν έξω από τα σύνορα τους Βούλγαρους
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Εγώ τον έχω ακουστό. Κει στο άγιο Στέφανο, στο Κουμούλι, ήτον Άγιος Στέφανος, και από τρικυμίες το λοιπόν εβύθισε η εκκλησία, σεισμούς. Στην άκρα πο dο μύλο, αψηλά, είχε μια τρύπα και το είχανε οι Τούρκοι οχύρωμα, χτιμένο λοϋρα με ντουβάρια, δυό καμάρες σαν αυτήνα. 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Τα στοιχειωμένα γρόσια

    Εκείνος όπου πάει και παραχών’ τα χρήματα ‘ς τη γής μέσα σε μνιά πέτρα ποκάτ, μαζί με τα χρήματα βάν’ ένα σκοινί και το νοματίζ’, όταν πάν να βγάλουν ’ εκίνα τα χρήματα, το σκοινί να γένεται φίδ’. Ένα ξύλο βάν’ , μια πέτρα βάν’ , και νοματίζ’, να γέν’ Αράπ’ς θα γέν’ Αράπ’ς , να γέν’ φίδ’, θα γέν’ φίδ’…. Αρκούδα, σκυλί, ότ’ το νοματίσ’, εκείνο το στοιχειό θα γέν’ να σε φοβερίξ’ να φύγ’ς και να μνήσκουν...
    

    Μέγας, Γ. (1914)
  • Ενας Ραβδιώτης διηγείτο ότι κάποτε τα σκυλιά έβγαλαν έναν λαγό. Τον κυνήγησαν και τον πήγαν προς το σπίτ' ο Λαγός πήδηξε στο ξεστώχ' όπου η γυναίκα καλάμιζε και χώθηκε μέσα στο σπίτ. Ρωκώθηκε μέσα στα ρούχα. Τον έπιασαν, τον έφαγαν. Τον άλλον χρόνο πέθανε το παιδί τ. Κάποιος άλλος επρόσθεσε : Διάβολος 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Επιασα έναν gλέφτη, μπαμπά. Άς τονα. Τον αφίνω και δεν μ' αφίν' 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Ζορμπή. Εικόνα της Παναγίας, Ζωοδόχου Πηγής. Δώρο απο τον τσάρ-Κρούμ. Ένας Βούργαρος την έβγαλε και την πήγαν στο Μουσείο στη Σόφια. Το σώμα του δεν έλειωσε. 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Η γυναίκα

    Η bάbω μας έλεγε ότ’, όταν ήταν μικρή, δεκαεφτά χρονώ κοπέλλα, ωνειρεύθκε και παρουσιάστηκε ‘ς τόνειρο τητς κάποια γυναίκα και πήγε ‘ς τη dολίντζα ‘ς τα λημόρια κοντά και αρχήνεψε να gρατζανίζ’ με τα νύχια τητς τότες φανερώθκε μια πλάκα κι’ αυτή σήκωσε τη bλάκα κ’ έχωσε το χέρι τητς ‘ς ένα πυθάρι, που ήταν γεμάτο με φωριά και τανακάτευε. Τότες την είπεν ότι αυτά τα φωριά είναι δικά τητς τύχ’ και να...
    

    Μέγας, Γ. (1914)
  • Η νουνά μου ήταν έγκυα. Τ’ άη Συμιού πήρε να τηγανίσ’ αυγά και πήγε μια άλλ’ και της είπε: - Γιατί μαρ’ τηγανίζ’ς αυγά σήμερα, αφού είσαι έγκυα; Κι αυτή έπιασε τα μάτια της. Κι ύστερα, άμα γεννήθηκε το παιδί, ήταν τα μάτια κλειστά. Λίγο έβλεπε μόν’ πο μπροστά – Όπ’ πιάσ’ς γένται το σημάδ – Άμα το νοματίσ’ς θα γέν’ ένα σημείωμα κει. Επειδή της είπε εκείνη, γιατί το κάνεις αυτό, γι’ αυτό έγινε το σ... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Η Χουλέρα

    Η Χουλέρα ήταν γριά γυναίκα και πήγαινε σε μια πολιτεία. Τη ρώτσαν οι φύλακες. - Τι σαι σύ; - Εγώ είμαι μια γριά γυναίκα – Τι πα να κάν'ς; - Θα πα να πάρω 10%. Την άφσαν πέρασε. Κείν' πέθαναν παραπάν'. Άμα γύρσε, τη ρωτάν: - Γιατί πήρες παραπάν'; - Καίν' πέθαναν με το φόβο τς, είπε.
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Ήταν τότες οι λυκοτσαγκάροι. Τότε δινάτευγας αυτά τα ζώγα φώναζας όπως φωνάζει το σκυλί, σα σκυλιά ήdασι-ακρογιαλιά, στην άκρρα πο το χωργιό κατέβαινάσι και φωνάζασι-Άμα βρίσκανε κανένα, τον τρώγανε. -Ήταν επίφοβο ζώγο κείνο. Τα δωδεκάμερα μια νοικοκυρά έκλωθε μαλί. Το μαλλί κείνο το έκανε ένα ζουνάρι κι έφυγε να πάη όξω στ'α,πέλια και τον εζωσάνε, τραβούσανε να σκίσουν κείνο το πανί που ήτανε ζωσμένος.... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Κάνουν τα λινάρια 

    Μέγας, Γ. (1937)
    Για τους αγαπητικούς. Επειδή την Κυριακή της Τυρινής, που χόρευαν και τραγουδούσαν τα λινάρια, οι αγαπητικοί καταλαβαίνονταν που πήγαιναν κοντά
  • Κάποια πέτρα να γυρίσω 

    Μέγας, Γ. (1941)
    Ερμηνεία: Λέγεται για έναν που άργησε ναρθή και είναι επιθυμητός
  • Κάποιον τάζαν γάδαρο και γύρευε και το σαμάρι 

    Μέγας, Γ. (1938)
    βλ. χαρίζω
  • Κάτι τρέχει στα γύφτικα! 

    Μέγας, Γ. (1955)
    Ερμηνεία: Επί ασημάντου τινός
  • Και του Κρίτζαλη dο gαιρό ήρθαν οι Τούρκ’ να πάρουν dη Μεσεμβρία. Ήρθε το στρατό και κατέβαινε πε κει απ’ τα’ ακρωτήρια, πε του Ραβδά το δρόμο. Και κει στου Χατζηπανιώτ’ τ’ αμπέλ’ είχε μια εκκλησία, Αηγιάννης ωνομαζούνταν. Και πώς ήρθαν ως κει πέρα, κόπηαν τα ήπατά τα και τα ήρθε κρυότητα κι είπαν: - Ας σταθούμε δω πέρα, και το πρωί να ιδούμε τι θα γέν’. Το πρωί σηκώθκαν ο κόσμος κλείσκαν μες στα... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Κερά μου, το ψαλίδι σου να κόψω το παννί μου 

    Μέγας, Γ. (1937)
    Όταν ένας ζητάει ξένο πράμα να κάνη τη δουλειά του
  • Κι ύστερα, μου μπαίν' ο Μάης στη θύρα εμένα! 

    Μέγας, Γ. (1955)
    Συνοδεύεται από κείμενο...
  • Κόττα, πίττα στο ταψί άραχνος βαρυόμοιρος 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Θησαυρός και παππάς

    Κοντά ‘ς τη Ζαραφάνη κατά την Πέρπαινη είναι ένας πύργος Βενετσάνικος, τονε λένε Στέρνα, γιατί είναι στέρνες που τοις είχανε για να αποθηκεύουνε νερό οι παλαιοί. Σε κείνο το μέρος παλαικά πηγαίνανε γυναίκες για περνοκόκη. Μια μέρα κάτι γυναίκες ανεβήκουνε ‘σ τον πύργο πο μια σκάλα που είχε μια πενηνταριά σκαλιά, και κεί πάνου είδανε έναν παππά με γένεια πολύ μεγάλα και με ένα μάτι στο κούτελλο κόκκινο...
    

    Μέγας, Γ.; Δικαίος
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.