• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση ανά Συλλογέα 
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μέγας, Γ."

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 22-41 από 72

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Η γυναίκα

    Η bάbω μας έλεγε ότ’, όταν ήταν μικρή, δεκαεφτά χρονώ κοπέλλα, ωνειρεύθκε και παρουσιάστηκε ‘ς τόνειρο τητς κάποια γυναίκα και πήγε ‘ς τη dολίντζα ‘ς τα λημόρια κοντά και αρχήνεψε να gρατζανίζ’ με τα νύχια τητς τότες φανερώθκε μια πλάκα κι’ αυτή σήκωσε τη bλάκα κ’ έχωσε το χέρι τητς ‘ς ένα πυθάρι, που ήταν γεμάτο με φωριά και τανακάτευε. Τότες την είπεν ότι αυτά τα φωριά είναι δικά τητς τύχ’ και να...
    

    Μέγας, Γ. (1914)
  • Η νουνά μου ήταν έγκυα. Τ’ άη Συμιού πήρε να τηγανίσ’ αυγά και πήγε μια άλλ’ και της είπε: - Γιατί μαρ’ τηγανίζ’ς αυγά σήμερα, αφού είσαι έγκυα; Κι αυτή έπιασε τα μάτια της. Κι ύστερα, άμα γεννήθηκε το παιδί, ήταν τα μάτια κλειστά. Λίγο έβλεπε μόν’ πο μπροστά – Όπ’ πιάσ’ς γένται το σημάδ – Άμα το νοματίσ’ς θα γέν’ ένα σημείωμα κει. Επειδή της είπε εκείνη, γιατί το κάνεις αυτό, γι’ αυτό έγινε το σ... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Η Χουλέρα

    Η Χουλέρα ήταν γριά γυναίκα και πήγαινε σε μια πολιτεία. Τη ρώτσαν οι φύλακες. - Τι σαι σύ; - Εγώ είμαι μια γριά γυναίκα – Τι πα να κάν'ς; - Θα πα να πάρω 10%. Την άφσαν πέρασε. Κείν' πέθαναν παραπάν'. Άμα γύρσε, τη ρωτάν: - Γιατί πήρες παραπάν'; - Καίν' πέθαναν με το φόβο τς, είπε.
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Ήταν τότες οι λυκοτσαγκάροι. Τότε δινάτευγας αυτά τα ζώγα φώναζας όπως φωνάζει το σκυλί, σα σκυλιά ήdασι-ακρογιαλιά, στην άκρρα πο το χωργιό κατέβαινάσι και φωνάζασι-Άμα βρίσκανε κανένα, τον τρώγανε. -Ήταν επίφοβο ζώγο κείνο. Τα δωδεκάμερα μια νοικοκυρά έκλωθε μαλί. Το μαλλί κείνο το έκανε ένα ζουνάρι κι έφυγε να πάη όξω στ'α,πέλια και τον εζωσάνε, τραβούσανε να σκίσουν κείνο το πανί που ήτανε ζωσμένος.... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Κάνουν τα λινάρια 

    Μέγας, Γ. (1937)
    Για τους αγαπητικούς. Επειδή την Κυριακή της Τυρινής, που χόρευαν και τραγουδούσαν τα λινάρια, οι αγαπητικοί καταλαβαίνονταν που πήγαιναν κοντά
  • Κάποια πέτρα να γυρίσω 

    Μέγας, Γ. (1941)
    Ερμηνεία: Λέγεται για έναν που άργησε ναρθή και είναι επιθυμητός
  • Κάποιον τάζαν γάδαρο και γύρευε και το σαμάρι 

    Μέγας, Γ. (1938)
    βλ. χαρίζω
  • Κάτι τρέχει στα γύφτικα! 

    Μέγας, Γ. (1955)
    Ερμηνεία: Επί ασημάντου τινός
  • Και του Κρίτζαλη dο gαιρό ήρθαν οι Τούρκ’ να πάρουν dη Μεσεμβρία. Ήρθε το στρατό και κατέβαινε πε κει απ’ τα’ ακρωτήρια, πε του Ραβδά το δρόμο. Και κει στου Χατζηπανιώτ’ τ’ αμπέλ’ είχε μια εκκλησία, Αηγιάννης ωνομαζούνταν. Και πώς ήρθαν ως κει πέρα, κόπηαν τα ήπατά τα και τα ήρθε κρυότητα κι είπαν: - Ας σταθούμε δω πέρα, και το πρωί να ιδούμε τι θα γέν’. Το πρωί σηκώθκαν ο κόσμος κλείσκαν μες στα... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Κερά μου, το ψαλίδι σου να κόψω το παννί μου 

    Μέγας, Γ. (1937)
    Όταν ένας ζητάει ξένο πράμα να κάνη τη δουλειά του
  • Κι ύστερα, μου μπαίν' ο Μάης στη θύρα εμένα! 

    Μέγας, Γ. (1955)
    Συνοδεύεται από κείμενο...
  • Κόττα, πίττα στο ταψί άραχνος βαρυόμοιρος 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Θησαυρός και παππάς

    Κοντά ‘ς τη Ζαραφάνη κατά την Πέρπαινη είναι ένας πύργος Βενετσάνικος, τονε λένε Στέρνα, γιατί είναι στέρνες που τοις είχανε για να αποθηκεύουνε νερό οι παλαιοί. Σε κείνο το μέρος παλαικά πηγαίνανε γυναίκες για περνοκόκη. Μια μέρα κάτι γυναίκες ανεβήκουνε ‘σ τον πύργο πο μια σκάλα που είχε μια πενηνταριά σκαλιά, και κεί πάνου είδανε έναν παππά με γένεια πολύ μεγάλα και με ένα μάτι στο κούτελλο κόκκινο...
    

    Μέγας, Γ.; Δικαίος
  • Μια γυναίκα έγκυα πήγαινε στο νερό, και την αντάμωσ’ μια άλλ’ πάλε και την λέει. – Γιατί μωρ’ πας στο νερό σήμερα (ήταν τ’ άη Συμιού) είσαι κι έγκυα; Γένκε το παιδί κι έπαιζαν τα ματάκια τ’ όπως τρέχ’ το νερό. Σάλευαν δώθε κείθε. 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Μια γυναίκα ζούσε στη bόλη. Πάdρεψε κι έκανε ένα παιδί και το κλέφτουνε οι Γιοβράγοι. Άμα τόκλεψαν οι Γιοβράγοι πιάστηκαν, και dην έδωκαν πολύ χρήμα, γιατί το παιδί το σκότωσαν. Πήραν τα αίμα dου και τα είχε αυτή ύστερα και ζούσε 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Άγιος Βασίλειος

    Μια φορά ένας άγιος, γύρευαν τα παιδιά τ’ ψωμί κι αυτός πήρε μια βοϊνιά, την παράχωσε μέσ’΄στη στάχτ’ κι άμα την άνοιξε, βρήκε μια πίττα. Από τότε την πίττα τ’ άη Βασιλειού την παραχώννε στη στάχτ. Έναγ καιρό έτσ’ ήταν
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Μια φορά ένας πήγε στη bάνα νύχτα, να ταίς τα βόδια τα στο dάμ’ και βρήκε ένα Σκαλλιτσάγκαρο κι αυτός τον έπιαναν σε κείνο το σκαλιτσάγκαρο, τον επήγε μέσα στο σπίτ’, τον έδωκε ένα κόσκινο, να μετράη ως το πρωί τις τρύπες. Αυτός μετρούσε κι έλεγε : -Ώ, γαμώ, το χασα! Ώ, γαμώ, τόχασα! Αυτό ως το πρωί-ύστερα, άμα ξημέρωσε τόνε γνώρισε. –Ήταν από κεί, πατριώτς. Αλλά ήθελαν να πούν εκείνα τα χρόνια, όποιος... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Μια φορά η νύφη στο bαστό 

    Μέγας, Γ. (1937)
    Γιατί σε δεύτερο γάμο δεν καθόταν στον παστό
  • Νεράϊδες στο λουτρό

    Μια φορά ήταν της νουνάς μου κόρ’ αρραβωνιασμένη και θανά παν σε γάμο. Και έτυχε κείνη λαφροστοιχειώτισσα και κακοπάθισε. Έμορφη πολύ ήτανε και τα μαλλιά της μακριά και φαίνεται θα την έπιασε ο ήσκιος της και τελείωσε σε 24 ώρες. Όποιος ήταν Σεββατιανός, εκείνος φάνταζε, φαίντας γυναίκες, σκύλοι.
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Μια φορά στη Μεσεμβρία ήταν φεγγάρι, αλάλητο τ’ αρνίθι κι μερικές μαζεύτηκαν να πάνε στ’ αμπέλια. Πήγανε ως τα πηγάδια – έτυχεν ένας γάμος νεραγδικός, έτυχε αυτές οι γυναίκες να περνούν. – Σταθήτε, λενε, τώρα, αφού ετυχέτε στο γάμο μας, να σας φιλέψουμε κι όλα. Αυτεί τις έβαλαν φαγιά με γαϊδαροκούρελα να φάνε, μα εκείνες βουβές δεν εφαγάνε. – Τώρα, λέει, ενδεκούλα δωδεκούλα, όλες θα σας επεράσουνε.... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.