• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση ανά Συλλογέα 
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μέγας, Γ."

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 8-27 από 72

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Γεννιτσαρέοι (Κιρτζαλίδες) ήρθαν στο χωριό μας δω και 160 χρόνια, την ημέρα τ’ Αηλιά. Οι χωργιανοί ήταν στην εκκλησία τα’ Αηλιά που ήταν έξω από το χωργιό κι’ επειδή δεν βρήκαν κόσμο μέσα στο χωργιό, έβαλαν φωτιά να κάψουν το χωργιό. Το χωργιό μας ήταν στενόμακρο, γιατί τα σπίτια ήταν ανάμεσα στο ποτάμι και στο μπαΐρι ως τρία χιλιόμετρα. Κάθε σπίτι έβλεπε προς την Ανατολή και κάθε σπίτι είχε τ’ αλώνι... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Γύρισε μωρή μια πέτρα, ήρθειν ο μπάρμπας σου 

    Μέγας, Γ. (1941)
  • Δε ξέρ' ο άdρας μου πούρθ' απέ dη bόλ' ξέρ' ο Θεός 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Διολί διολί διολάκι, πάντρεψε το Μαχάκι 

    Μέγας, Γ. (1939)
    Μαχάκι = Σκοπελίτικο όνομα, Μάχω, Ανδρομάχη
  • Έλεγαν που έχ’ μέσα Νεράϊδες. Άμα είναι για να γιάν’, χτυπούνε σιδερογούδια καταλάβαιναν ότι οι Νεράϊδες dον έκαναν φάρμακα. Τον άφιναν τον άρρωστο μέσ’ στο λουτρό κι αυτοί αφιγηριούνdαν. Άμα άκουγαν σιδερογούδια να χτυπούν, καταλάβαιναν θα να γιάνν’. 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Μπεμπερίνα

    Ένα αψηλό μέρος δίπλα στο Νταουτζή. Κει πιάσκε αιχμάλωτος ο Νικηφόρος, και ο Τσάρ-Κρούμ πήρε την κεφαλή του, την έκαμε χρυσή με μάλαμα και έπινε και έλεγε: Νας ντράβι βοϊνίτσι, ντα πίεμ σας Νικηφόρο dαgλαβά. (=Εις υγείαν, στρατό, να πιούμε από του Νικηφόρου το κεφαλ’)
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Το κτίσιμο της Μεσεμβρίας

    Έναν γκαιρό ήταν ένας βασιλές κι είχε μια κόρη κι ήdαν άρρωστ’ η κόρ’ dου. Όπου πήγε, δε μπορούσε να γιάν’ και dην έβαλε σ’ ένα καράβ’ και dην έβγαλε στη θάλασσα για ν’ αλλάξ’ dον αέρα τα. Αυτή η Μεσεβρία είχε μια πέτρα μεγάλ’. Λόγυρα λόγυρα ήταν θάλασσα και μια πέτρα ήτανε μέσ’ στη μέσ’ dη θάλασσα. Κι’ άμα βγήκε του βασιλέ η κόρη στη bέτρα εκείνη έγιανε. Ύστερις πήγε στο bατέρα τς: - Θέλω να με κάνης...
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Έναν καιρό αυτός ο Ακαντρέας ήταν σαρακοστή- Οι φουρνάρδες θέλσαν να μουρντραρέψουν τον κόσμο, πήραν έσφαξαν, το αίμα και ζυμώσανε το ψωμί. Κι αυτός ακαντρέας είδε που το έκαμαν και διάταξε τον κόσμο να βράσουν στάρ' να φάνε τρείς μέρες, να μη bάρνε ψωμί πο το φούρνο, να τ'αφήκνε να βρωμήσ' το ψωμί. Έτρωγαν ποτακείνο το στάρ. Βρώμσαν τα ψωμιά, τα πήρε κείνος φουρνάρς, τα πήγε στη θάλασσα και τάρηξε.... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Κοκκαλού

    Έπεσε πολύ κόκκαλο κει πέρα και τη λένε Κοκκαλού. Έναν καιρό ο Νικηφόρος ο βασιλές, έγω τ’άκουσω έτσ’. Από ο Ραβδά δω μεριά προς την Αγχίαλο, απέ ένα μέρος πάει ο δρόμος στην Αγχίαλο, απέ άλλο μέρος στη Μεσημβρία. Έγινε πόλεμος τότε ο Νικηφόρος με τον Κρούμ’. Κατόπ’ ύστερα ανάλαβε ο πρίγκηπας κι’ έβγαλαν έξω από τα σύνορα τους Βούλγαρους
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Εγώ τον έχω ακουστό. Κει στο άγιο Στέφανο, στο Κουμούλι, ήτον Άγιος Στέφανος, και από τρικυμίες το λοιπόν εβύθισε η εκκλησία, σεισμούς. Στην άκρα πο dο μύλο, αψηλά, είχε μια τρύπα και το είχανε οι Τούρκοι οχύρωμα, χτιμένο λοϋρα με ντουβάρια, δυό καμάρες σαν αυτήνα. 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Τα στοιχειωμένα γρόσια

    Εκείνος όπου πάει και παραχών’ τα χρήματα ‘ς τη γής μέσα σε μνιά πέτρα ποκάτ, μαζί με τα χρήματα βάν’ ένα σκοινί και το νοματίζ’, όταν πάν να βγάλουν ’ εκίνα τα χρήματα, το σκοινί να γένεται φίδ’. Ένα ξύλο βάν’ , μια πέτρα βάν’ , και νοματίζ’, να γέν’ Αράπ’ς θα γέν’ Αράπ’ς , να γέν’ φίδ’, θα γέν’ φίδ’…. Αρκούδα, σκυλί, ότ’ το νοματίσ’, εκείνο το στοιχειό θα γέν’ να σε φοβερίξ’ να φύγ’ς και να μνήσκουν...
    

    Μέγας, Γ. (1914)
  • Ενας Ραβδιώτης διηγείτο ότι κάποτε τα σκυλιά έβγαλαν έναν λαγό. Τον κυνήγησαν και τον πήγαν προς το σπίτ' ο Λαγός πήδηξε στο ξεστώχ' όπου η γυναίκα καλάμιζε και χώθηκε μέσα στο σπίτ. Ρωκώθηκε μέσα στα ρούχα. Τον έπιασαν, τον έφαγαν. Τον άλλον χρόνο πέθανε το παιδί τ. Κάποιος άλλος επρόσθεσε : Διάβολος 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Επιασα έναν gλέφτη, μπαμπά. Άς τονα. Τον αφίνω και δεν μ' αφίν' 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Ζορμπή. Εικόνα της Παναγίας, Ζωοδόχου Πηγής. Δώρο απο τον τσάρ-Κρούμ. Ένας Βούργαρος την έβγαλε και την πήγαν στο Μουσείο στη Σόφια. Το σώμα του δεν έλειωσε. 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Η γυναίκα

    Η bάbω μας έλεγε ότ’, όταν ήταν μικρή, δεκαεφτά χρονώ κοπέλλα, ωνειρεύθκε και παρουσιάστηκε ‘ς τόνειρο τητς κάποια γυναίκα και πήγε ‘ς τη dολίντζα ‘ς τα λημόρια κοντά και αρχήνεψε να gρατζανίζ’ με τα νύχια τητς τότες φανερώθκε μια πλάκα κι’ αυτή σήκωσε τη bλάκα κ’ έχωσε το χέρι τητς ‘ς ένα πυθάρι, που ήταν γεμάτο με φωριά και τανακάτευε. Τότες την είπεν ότι αυτά τα φωριά είναι δικά τητς τύχ’ και να...
    

    Μέγας, Γ. (1914)
  • Η νουνά μου ήταν έγκυα. Τ’ άη Συμιού πήρε να τηγανίσ’ αυγά και πήγε μια άλλ’ και της είπε: - Γιατί μαρ’ τηγανίζ’ς αυγά σήμερα, αφού είσαι έγκυα; Κι αυτή έπιασε τα μάτια της. Κι ύστερα, άμα γεννήθηκε το παιδί, ήταν τα μάτια κλειστά. Λίγο έβλεπε μόν’ πο μπροστά – Όπ’ πιάσ’ς γένται το σημάδ – Άμα το νοματίσ’ς θα γέν’ ένα σημείωμα κει. Επειδή της είπε εκείνη, γιατί το κάνεις αυτό, γι’ αυτό έγινε το σ... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Η Χουλέρα

    Η Χουλέρα ήταν γριά γυναίκα και πήγαινε σε μια πολιτεία. Τη ρώτσαν οι φύλακες. - Τι σαι σύ; - Εγώ είμαι μια γριά γυναίκα – Τι πα να κάν'ς; - Θα πα να πάρω 10%. Την άφσαν πέρασε. Κείν' πέθαναν παραπάν'. Άμα γύρσε, τη ρωτάν: - Γιατί πήρες παραπάν'; - Καίν' πέθαναν με το φόβο τς, είπε.
    

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Ήταν τότες οι λυκοτσαγκάροι. Τότε δινάτευγας αυτά τα ζώγα φώναζας όπως φωνάζει το σκυλί, σα σκυλιά ήdασι-ακρογιαλιά, στην άκρρα πο το χωργιό κατέβαινάσι και φωνάζασι-Άμα βρίσκανε κανένα, τον τρώγανε. -Ήταν επίφοβο ζώγο κείνο. Τα δωδεκάμερα μια νοικοκυρά έκλωθε μαλί. Το μαλλί κείνο το έκανε ένα ζουνάρι κι έφυγε να πάη όξω στ'α,πέλια και τον εζωσάνε, τραβούσανε να σκίσουν κείνο το πανί που ήτανε ζωσμένος.... 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Κάνουν τα λινάρια 

    Μέγας, Γ. (1937)
    Για τους αγαπητικούς. Επειδή την Κυριακή της Τυρινής, που χόρευαν και τραγουδούσαν τα λινάρια, οι αγαπητικοί καταλαβαίνονταν που πήγαιναν κοντά
  • Κάποια πέτρα να γυρίσω 

    Μέγας, Γ. (1941)
    Ερμηνεία: Λέγεται για έναν που άργησε ναρθή και είναι επιθυμητός
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.