• Για τα σενα παίζω τουτα τα βιολιά και τα λαγούτα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Ειρωνικώς όταν εγίνοντο αντιληπταί οι απώτεροι σκοποί νέου τινός, ο οποίος κεκαλυμμένος εξεδήλωνε την συμπάθειάν του προς μίαν νέαν
  • Για τσ' αγάπης τον καημό πίν' η γλάστρα το νερό 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Εκείνος που είναι ερωτευμένος, περιποιείται όλους τους συγγενείς της κόρης δια την οποίαν ενδιαφέρεται
  • Για τσ' Μαργιάς τα κάλλι 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Όταν κανείς έκαμνε κάτι δια να ωφεληθή και δεν το απωλαμβάνετο ο άλλος ότι το έκαμε δια να πλερωθή, και όχι δια τα κάλλη της Μαργιάς
  • Γιάνν' τον λέν, μαννούλα μ', Γιάνν' και Γιάνν' τον λέν κι κλάψ'τε τον 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1937)
    Τα ονόματα Γιάννης και Μιχάλης, αν και ήταν σε μεγάλη χρήση, ήταν ως ονόματα, κακόφημα
  • Γυαλιά καρφιά 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1937)
    Δια δαπάνας ασκόπους και άνευ υπολογσιμού. Γυαλιά έλεγαν στο Αυδήμι τα μπουκάλια καθω΄ς και τα γυαλια της λάμπας. Υπήρχε η τοποθεσία Γυαλί, αλλά στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει σπασμένα τζάμια, τα κομματιασμένα και ...
  • Δ'λειά κι' όχ διαβολιά 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1937)
    Οχ = όχι, διαβολια = πονηριά. Δηλ ο άνθρωπος εξασφαλίζει καλλίτερον την ζωήν του διά της εργασίας και όχι διά της οκνηρίας και πονηριάς
  • Δ'λειά σά ψώρα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Διά ζωκράν εμπορικών κίνησιν. Δηλ η πελατεία συνέρρεεν καθώς διαδίδεται η ψώρα
  • Δα βάνω το κιούπ' στο λαιμό μ' 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Δεν ημπορώ να υπερβάλω τας δυνάμεις μου
  • Δε bολιτέβ' dαι 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Εσήμαινε ότι δεν έχουν πέρασιν και συνεπώς ούτε μεγάλην αξία
  • Δεν είδες κανα παιδί, να περπατή σαν άγγελος; 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Κάποιος επέστρεψεν από την Κ/πολιν και τον ερώτησε μια μητέρα αν είδε το παιδί της. Ο άνθρώπος είπεν ότι δεν το γνωρίζει το παιδί της, ούτε ήξευρε που ειργάζετο και η μητέρα του είπε την παροιμία εσήμαινε την υπερβολικήν ...
  • Δεν πιάν'ται ούτε με τα τσάκ'να 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1941)
    Δηλαδή τα λεγόμενα του συνομιλητού ήσαν ευτελές ανυπόστατα
  • Δερ'dαι σα dα πετ'ναρια 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Όταν δύο παιδιά επί πολύ εδέροντο αναμεταξύ των άνευ σοβαρού αποτελέσματος
  • Δι b'ρώθ'κα απ' του γήλιου, θα bρωθώ απ' του φιgάρ'; 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Ελέγετο, όταν κανείς δεν έβλεπε καλωσύνων από τους οικείους του και προσφέροντο εις μίαν δεδομένων στιγμών να τον εξυπηρετήσωσι μακρινοί συγγενείς, από τους οποίους δεν ανέμενε και δεν ήλπιζε στοργήν
  • Δι dο 'χω π' γερνώ, μόνε π' μαθαίνω 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Το έλεγαν συνήθως αι ηλικιωμέναι γυναίκες, όταν εμάθαιναν κανένα φαγητον ή γλύκισμα που δεν ήξευραν
  • Δι dουν άφ'κανα νύχια να ξ'τή 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Δια συγγενείς οίτινες ενεσηκώτον εις ευπορούντα τινα και καλόκαρδον συγγενή των. Ελέγετο όμως και εις άλλα περιπτώσεις
  • Δι σώνι (ή: δι φτάνι) π' μι δέρινι η θάλασσα, μι δέρινι κι του κύμα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Όταν εις κινδυνεύοντα προσετίθεντο και άλλαι ζημίαι και κίνδυνοι δευτερεύοντες
  • Δί dό 'χω που πνίγομαι, μόνε που βιδιάζ' 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Οι καταστρεφόμενοι, μετά τήν πάροδον του κινδύνου, θλίβονται περισσότερον από εκείνους που χάνονται μαζί μέ τον κίνδυνον. Η λέξις βιδιάζ' (= ευδιάζει) δεν ήτο εν χρήσει εις τήν ομιλίαν ήτο όμως γνωστή η σημασία της
  • Δίν' του διαβόλου φιτφά 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Φιτφά = απόφασις ιεροδικαστηρίου
  • Διάργυρο και τραμ' dίνα κάμνουν τη γριά καdίνα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1941)
    καdίνα= γυναίκα (λ.τ.) εδώ ωραίαν γ.
  • Διαβάτ΄ς ήρτε, διαβάτ'ς θα bεράσ' 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Το έλεγαν τρεις φοράς, όταν ησθάνοντο παροδικόν τινα πόνον. Επίστευον δε ότι θα περνούσε ο πόνος όταν το έλεγον