• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση ανά Συλλογέα 
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
  •   Αρχική σελίδα
  • Πλοήγηση ανά Συλλογέα
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 368-387 από 516

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Πάει το ταρέζ' ίνεται ταρέζ' πάει σο μαχάιρ' ίνεται μαχάιρ' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Πάει στο ράφι, γίνεται ράφι, πάει για το μαχαίρι γίνεται μαχαίρι
  • παλήκ παστάν κοκάρ 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
  • Παλοπάπουτζον κι ασ' σην πατρίδα σ' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Όμοιο με το: Παπουτσι από τον τόπο σου κι ας είν' και μπαλωμένο
  • Παραγουλέας 'κ' είμαι παραπονέας είμαι 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Ερμηνεία: Σελέμης δεν είμαι, παραπονιάρης είμαι
  • Πέντε πας 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Κουταμάρες λες, ή κουτός είσαι, ή δεν έχεις δίκαιο, ή δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Η μεταφορά είναι παρμένη από τη μούντσα, που απευθύνεται κυρίως στους κουτους και που συνόδευε αρχικά την έκφραση. Το χρησιμοποιούσαν και για ...
  • Πέραν βρέχ' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Όμοιο με το: Πέρα βρέχει
  • Πεινασμένον αρκούδ' κι χορεύ' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Νηστικιά αρκούδα δε χορεύει
  • Πίστευα ότι τα μεγάλα φίδια είχανε τασάκια πάνω στο κεφάλι τους, που τα φύλαγαν κυρίως στη φωλιά τους, όπου έμεναν και όταν ψοφούσαν. Το τασάκι αυτό είχε τη μαγική ιδιότητα να διπλασιάζει τα χρυσά νομίσματα που θάβαζε κανείς μέσα. Γι’ αυτό οι αφελείς όλο κ’ επιζητούσαν να βρούν κανένα τέτοιο τασάκι σε εξοχικά μέρη όπου μπορούσε να υπάρχουν φωλιές φιδιών. Η δοξασία κυρίως επικράτησε από ανάλογα παραμύθια.... 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
  • Οι βρυκόλακες

    Πίστευαν ότι βρυκολακιάζουν κυρίως μωαμεθανοί. Γι αυτό απόφευγαν γενικά να περνούν τη νύχτα από Τούρκικα νεκροταφεία. Παραδεχόταν όμως ότι βρυκολακιάζουν κάποτε και χριστιανοί αμαρτωλοί, ύστερα από ψεύτικον όσκο, από κατάρα, από φόνο που τυχόν είχανε διαπράξει στη ζωή τους. Οι βρυκόλακες στη φαντασία του λαού είχαν μορφή σκελετού ανθρώπου, που ερχόντανε κ’έξυναν με τα νύχια τους τις πόρτες ή τους...
    

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
  • Ποι 'κ' εντρέπεται, τάσκεμον τιδέν 'κ' έρτ – άτον 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Όποιος δε ντρέπεται, τάσκημο, η κακή πράξη, δεν του φαίνεται τίποτε
  • Ποι 'κι νουνίζ όνταν κάθεται, θαμάσκεται όνταν σκούται 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Όποιος δε σκέπτεται όταν κάθεται θαυμάζει όταν σηκώνεται
  • Ποι καίεται σο γάλαν, φυσά και το ταν 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Ερμηνεία: Όποιος καίγεται με το γάλα φυσά και το ξυνόγαλο
  • Ποι κι θέλ' να ζουμών', πέντ' ημέρας κοσκινίζ' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Για ζαβολιάρηδες, που με χίλιες δυο δικαιολογίες αναβάλλουν δουλειά, που δε θέλουν να κάνουν, είτε από τεμπελειά, είτε και γιατί δεν τους συμφέρει
  • Πολλά ποι παθάν' πολλά μαθάν' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Ανάλογο με το: Ο παθός, μαθός
  • Πολλά σκοινίν έδεκες άτον 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Πολύ σκοινί τουδωσες, πολύ θάρρος τουδωσες, τον άφησες ναχει μεγάλη οικειότητα μαζί σου
  • Πολλά σκύλ' υιος εν' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Είναι καπάτσος, επιδέξιος, έξυπνος, τα καταφέρνει
  • Πολυτεχνίτης ερημοσπίτης 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
  • Ποπά παιδίν δαβόλ' εγγόν' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Ερμηνεία: Παπά παιδί διαβόλου εγγόνι
  • Πουλεμένον, φαγωμένον 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Χαρακτηρίζεται η σπουδαιότητα και η μεγάλη αξία που απόδιναν στην ιδιοκτησία
  • Πρίλ' – ι – μ', γρίλ' – ι – μ' 

    Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)
    Γρίλ = γρουλεύω = καταστρέφω, Διότι φέρνει το θάνατο στους αρρώστους που δημιούργησε ο Μάρτης και με τς έκτακτες παγωνιές του φέρνει ζημιές
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.